Πλησίαζε η 21η Μαΐου... Των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης. Η μητέρα μ' έστειλε στην εκκλησία να πάω το εικόνισμά
τους, να ευλογηθεί. Στο μυαλό μου τριγύριζε η σκέψη:'' Τι δώρο θα κάνω στον
μπαμπά;'' Το χαρτζΙλίκι δεν έφτανε και η έγνοια μ’ έτρωγε. Περνούσα την
''Περίοδο της Ποίησης'' [!]. Δεκαεφτά χρονών... Αντί να μιλάω, έβγαιναν
στίχοι! Τότε το αποφάσισα... Θα έγραφα ένα ποίημα και θα το μαγνητοφωνούσα! Κι
όταν θα έμπαινε ο πατέρας σπίτι, θα άφηνα το κασετόφωνο να παίξει...
Το ίδιο εκείνο
βράδυ έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιο... Αφού όλοι είχαν πέσει στο κρεβάτι, άναψα
το πορτατίφ με το πλούσιο, όλο πτυχώσεις καπέλο που 'χαμε πάρει από το
Αργοστόλι κι άρχισα να γράφω. Η πόρτα μισογερτή. Κατά τις 11.30 μ.μ., ακούω την
φωνή του πατέρα: ''Κλείσε το φως Πολυάνθη! Θα ξυπνήσεις την αδελφή σου... Γιατί
είσαι τέτοια ώρα ξύπνια; Δεν θα σηκώνεσαι το πρωί για σχολείο...'' Το φως
έκλεισε. Κοίταξα προς το κρεβάτι της αδελφής μου, με την οποία μοιραζόμαστε το
δωμάτιο. Κοιμόταν του καλού καιρού. Το άλλο βράδυ ξαναπήρα τετράδιο και στυλό
και άνοιξα πάλι το πορτατίφ. Είχα φθάσει στην 10η στροφή, όταν ξανακούστηκε η
φωνή του πατέρα: ''Πάλι τα ίδια Πολυάνθη; Γιατί δεν κοιμάσαι; Σβήσε επιτέλους
το φως!''
Δεν πήγαινε
άλλο... Κάτι έπρεπε να κάνω, αν ήθελα να τελειώσω το ποίημα στην ώρα του. Το
επόμενο βράδυ το φως δεν άναψε. Κάτω από το σεντόνι όμως, ο φακός που είχα
πάρει μαζί μου, με βοήθησε να συνεχίσω το γράψιμο... Αυτό συνεχίστηκε και τα
άλλα βράδια, ώσπου μιά νύχτα έγραψα και την τελευταία στροφή... Ήταν βλέπετε
μακροσκελέστατο ποίημα, 30 τόσες στροφές!! Βρήκα ευκαιρία τις επόμενες μέρες,
όταν κάποια ώρα βρέθηκα μόνη και μαγνητοφώνησα το ποίημα: ''ΣΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΣΟΥ
ΠΑΤΕΡΑ'', ο τίτλος. Το απήγγειλα με θεατρικό στυλ, άλλοτε δροσερά, άλλοτε
δραματικά, σαν να έπαιζα θεατρικό σκετς! Ήμουν πλήρως ικανοποιημένη. Και ήρθε η
21η Μαΐου.
Η μαμά έστρωσε
το βελούδινο τραπεζομάντιλο με τα ροζ τριαντάφυλλα. Έφτιαξε αμυγδαλωτά, το
καθιερωμένο γλυκό που ετοίμαζε τέτοια ημέρα και τα πετύχαινε όσο δεν λέγεται.
Ήρθε ο παπάς για ευλογία και το σπίτι όλο μοσχομύριζε πάστρα, ρόδα, γιασεμί και
μπουγαρίνι. Βλέπετε, το απόγευμα θα έρχονταν για τα ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, κόσμος και
ντουνιάς. Η μαμά, φορώντας τα καλά της, θα σερβίριζε στις κυρίες πρώτα
σοκολατάκι, μετά λικέρ και μετά το κυρίως γλυκό. Ήταν μια ιεροτελεστία που την
σειρά της κρατούσαν όλες οι σιόρες με θρησκευτική ευλάβεια. Μετά το κυρίως
γλυκό, καθόσουν λίγο ακόμη, συζητούσες για χίλια δυό ανάλαφρα θέματα και μετά
σηκωνόσουν λέγοντας ευγενικά: ''Ώρα να πηγαίνω. Βλέπετε έχω να πάω και σε άλλες
βίζιτες... Χρόνια σας πολλά! Να τον χαίρεστε!'' και αποχωρούσες για να
ανταποδώσεις τις επισκέψεις που σε είχαν τιμήσει στην δική σου μεγάλη γιορτή,
τότε που ''Άνοιγες το σπίτι σου'', όπως λέγαμε. Εκείνη την εποχή, η λέξη
βίζιτα, δεν είχε καμία σχέση με την έννοια που της έχουν προσδώσει σήμερα.
Έφτασε λοιπόν
το μεσημέρι. Το σπίτι άστραφτε για το απόγευμα. Φρεσκοασβεστωμένες οι
γλάστρες και τα πεζούλια, πλημμύρα τα λουλούδια στην αυλή, οι μαργαρίτες, οι
παρθενόκρινοι, οι λύκοι, το χρυσόδεντρο, τα ρόγκολα, οι γαρυφαλλιές... Η μαμά
και η αδελφή μου ήταν στο κόλπο. Μόλις ο Ντίκ άρχισε να γαυγίζει χαρούμενα,
ξέραμε ότι ο μπαμπάς πλησίαζε με το ποδήλατό του. Ήταν το σύνθημα. Είχαμε
χρόνο... Πρώτα θα έλυνε τον Ντικ από το σπιτάκι του να τρέξει ελεύθερος σε αυλή
και στο περιβόλι πίσω και ύστερα θα έμπαινε στο σπίτι. Είχα ώρα λοιπόν. Έτρεξα
και έβαλα το κασετόφωνο και την στιγμή που έμπαινε στο σαλόνι, του λέει η
μαμά:'' Καλώς τον! Ένα λεπτό Κώστα, κάτι θέλει να σου πει η Πολυάνθη!'' Ο
πατέρας με κοίταξε και η Αντζέλα πάτησε το κουμπί. Και τότε όλη η σάλα
πλημμύρισε από την φωνή μου, δυνατή, θεατράλε, αισθαντική:
Σήμερα ροδοστόλιστη στέκει τριγύρω η ζήση!
Λαμπροχυμένα σύννεφα ανθίζει ο ουρανός...
Γοργόνες νεραϊδόσταλτες γλιστρούν στο
περιγιάλι,
ηλιοβροχή ξεχύθηκε κι ευώδιασε ο γιαλός...
Κοίταζα τον πατέρα...Στην αρχή έδειξε έκπληκτος. Κοίταζε μία εμένα που ήμουν
βουβή μπροστά του,μία προς την κάμαρη από όπου ερχόταν η φωνή... Δεν ήθελε και
πολύ για να καταλάβει... Ακούμπησε λίγο ταραγμένος στο κομό πίσω
του...Τριάντα στροφές... Δεν ήταν λίγες... Και η φωνή μου στη διαπασών!
Ακίνητες η μαμά και η αδελφή μου...Στο πρόσωπο του πατέρα εναλλάσσονταν τα
συναισθήματά του... Κατέληξαν στην συγκίνηση και σε δάκρυα στα μάτια που δεν
κύλησαν, στάθηκαν εκεί σαν δυό λαμπυρίζοντα διαμαντάκια...Και ήρθε το φινάλε:
Κοίτα πατέρα! Άνοιξαν με μιάς οι ουρανοί!
Ασημοστάλες πέφτουνε στις χούφτες μας τ'
αστέρια!
Και μιά φωνή αγγελική ψάλλει μελωδική:
-Θα ζήσετε κι οι τέσσερις μες σ' ευτυχία
πλέρια!!!
Φωνές χαράς
από την Αντζέλα, αγαλλίαση από την μαμά, απέραντη προσμονή από μένα... ''Το
έγραφε τα βράδια που έπεφτε στο κρεβάτι, Κώστα μου... Γι' αυτό άναβε το φως... Μετά
το 'γραφε με φακό... Το απόγευμα με τα μαθήματα, δεν προλάβαινε
πάντα...'' ''Κι εγώ σε μάλωνα... Παιδάκι μου... Μου έκανες το
ωραιότερο δώρο! Τι όμορφο ποίημα! Συγκλονιστικό! Και πόσο ωραία η απαγγελία
σου!!'' Και μ' έκλεισε στην αγκαλιά του... Έτρεμα από συγκίνηση και
ενθουσιασμό! Το δώρο μου άρεσε!! Ζήτω!! Φώναξα τον Ντίκ και τρέχαμε γύρω από το
τραπέζι! Κι ο μπαμπάς γελούσε με δύο διαμάντια ακίνητα στα ματοτσίνορά
του...
Έχωσα το
πρόσωπό μου μέσα στην ανθοδέσμη από παρθενόκρινους που στόλιζαν το κέντρο του
τραπεζιού, να ρουφήξω το άρωμά τους και γέλια ακούστηκαν μόλις σήκωσα το
κεφάλι. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και γέλασα κι εγώ! Μέτωπο, μάγουλα και κυρίως
μύτη είχαν γίνει κατακίτρινα! Πήγα να βγάλω την κιτρινάδα με τα δάχτυλα και
λέρωσα όλο το πρόσωπό μου! ''Μοιάζεις με Κινέζα!'' γέλασε η Αντζέλα... ''Καλύτερα
να ρίξεις νερό'', είπε η μαμά. Αιτία της ασιάτικης εμφάνισής μου, ο υπερήφανος
ύπερος και οι ολόστικτοι στήμονες, κατάστικτοι από μεγάλη ποσότητα
σταθεροποιημένης γύρης. ''Μόλις πλυθείς Πολυάνθη, τρώμε!'' φώναξε η
μητέρα.
Η μέρα κύλησε
πανέμορφα. Σήμερα, μετά τόσα χρόνια, δεν ξέρω πού βρίσκεται η κασέτα με το
μαγνητοφωνημένο ποίημά μου. Το έχω γραμμένο όμως σε ένα από τα πολλά τετράδια
με ποιήματα, που έκτοτε γέμισα. Το ανοίγω, το διαβάζω και ένα σφίξιμο με
τραβάει στο στομάχι... Στέκομαι στους τελευταίους στίχους: ''Θα ζήσουμε κι οι
τέσσερις, μες σ' ευτυχία πλέρια''... Δεν τα 'φερε έτσι η τύχη... Ο πατέρας
χάθηκε ενωρίς, μόλις 51 ετών... Μείναμε τρεις... Το σπίτι χάθηκε, οι
μαργαρίτες ξεριζώθηκαν, οι δίχρωμες τριανταφυλλιές - το καμάρι της μαμάς -
ξεράθηκαν, η μπολιασμένη ροδακινιά - το καμάρι του μπαμπά - μαράθηκε, η
βερικοκιά μου που είχε βγει επειδή φύτεψα ένα κουκούτσι από βερίκοκο, κόπηκε
όπως και η αναρριχώμενη, λευκή τριανταφυλλιά που έφτανε στο παραθύρι της
κρεβατοκάμαράς μου ή η νυφούλα που ακούμπαγε στο παραθυρόφυλλο του
σαλονιού.
Κι εμείς
ξενιτευτήκαμε... Στην Αθήνα, αλλά για την μητέρα είναι ξενιτειά... Αφ' ότου
''έφυγε'' ο μπαμπάς, η μαμά μέχρι και σήμερα, δεν ξαναέφτιαξε ποτέ
αμυγδαλωτά... Κι έχουν περάσει κοντά 40 χρόνια...Και κάθε που είναι του Αγίου
Κωνσταντίνου, έρχεται μπροστά μου πάντα η ίδια εικόνα: Σαλόνι... Ο Ντίκ στην
πόρτα. Η Μπιρμπίλω στο πρεβάζι. Μια γυναικεία φιγούρα και δύο
κοριτσίστικες, ακίνητες γύρω από το τραπέζι με το βαθύ ροζ βελούδινο
τραπεζομάντηλο [το 'χει στρωμένο τώρα στην βιβλιοθήκη της η Αντζέλα]. Ο
πατέρας ν’ ακουμπά έκπληκτος στο κομό και γύρω να διαχέεται μια καμπανιστή φωνή
που απαγγέλει με πάθος ένα μακροσκελές, συγκινητικό ποίημα...
Τόση ελπίδα...
Τόση αισιοδοξία... Τόση ανεμελιά... Χρυσές αναμνήσεις που ζήσανε σε πείσμα
απρόβλεπτων καταστάσεων και κυριάρχησαν στον πανδαμάτορα χρόνο, γιατί καλπάζουν
πάνω στο άτι της απέραντης αγάπης και του αιώνιου σεβασμού... Η ύψιστη
κληρονομιά...
-----------ΠΟΛΥΑΝΘΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΣΣΑ----------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου