Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ - ΟΤΑΝ Η ΚΑΡΔΙΑ ΣΠΑΡΑΖΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑ

Ένα από τα πιο ξεχωριστά είδη γραφής είναι το ιστορικό μυθιστόρημα. Κάποτε, συζητώντας με την εξαίρετη συγγραφέα Άννα Γκέρτσου-Σαρρή, μου είχε πει τα εξής: «Πήγαινα επί 5 χρόνια στην Εθνική Βιβλιοθήκη και κρατούσα, για το υλικό του βιβλίου που ετοίμαζα, σημειώσεις από έγγραφα του 1821. Βλέπεις απαγορεύεται η φωτοτυπία γιατί το χαρτί είναι τόσο εύθραυστο πλέον, που θα καεί στο φωτοτυπικό μηχάνημα. Ζητούσα πληροφορίες για την υπέροχη Ελληνίδα καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη. Έτσι, έγραψα το ιστορικό μυθιστόρημα «Μ’ ενάντιους ανέμους». Ένα πρωί, λίγο προτού τυπωθεί το βιβλίο πήρα γρήγορα τηλέφωνο στον «Κέδρο» και είπα να σταματήσει το τύπωμα. Μου είχε δημιουργηθεί η αμφιβολία αν όντως εκείνη την εποχή έτρωγαν καρπούζι, γιατί κάπου το ανέφερα. Έψαξα γρήγορα, επαλήθευσα ότι όσα είχα γράψει ήταν σωστά και τότε μόνον ειδοποίησα να συνεχισθεί το τύπωμα. Βλέπεις Πολυάνθη, στα ιστορικά μυθιστορήματα δεν μπορείς να δίνεις ανακριβείς πληροφορίες για τίποτε. Οι κανόνες είναι πολύ αυστηροί στην ιστορική μυθιστοριογραφία».

Μου είχαν κάνει τότε μεγάλη εντύπωση τα λόγια της, όπως και η ιερή προσήλωση που έδειξε επί 5ετία στην συλλογή πληροφοριών, ώστε το υλικό της να είναι άρτιο. 

Και όντως το «Μ’ ενάντιους ανέμους» είναι ένα έργο θαυμαστό, τόσο για τη συγκλονιστική του διήγηση, όσο και για τον ιδαίτατο τρόπο γραφής του, που σε μεταφέρει κατευθείαν στον τρόπο ομιλίας της εποχής εκείνης. Ένα καταπληκτικό πόνημα που αγγίζει ένα μεγάλο και πονεμένο μέρος του αγώνα. Θα έπρεπε αυτό, μαζί με άλλα βιβλία ξεχωριστών συγγραφέων μας, να προτείνονται για να διδάσκονται στο Γυμνάσιο και Λύκειο, ενώ άλλα θα μπορούσαν ανετότατα να διδαχθούν στο Δημοτικό. 

Όταν πριν χρόνια, ξέσπασε η αντίδραση για το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού της κας Ρεπούση, το Υπουργείο σαν διορθωτική κίνηση, έστειλε στα σχολεία «Τα ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου και καλά έκανε. Όποια παιδιά το διδάχθηκαν ή απλώς το διάβασαν, θα κατάλαβαν ότι κάθε άλλο παρά «συνωστισμός» ήταν η καταστροφή της Σμύρνης. 

Τότε είχα την ΣΤ΄ τάξη και ξέρω καλά από πρώτο χέρι την ρηχότητα εκείνου του εντύπου. Τα θύματα, οι χαμένοι, οι κατατρεγμένοι, δεν είναι απλοί αριθμοί. Είναι συγκλονιστικές, αιματοβαμμένες, κολασμένες, βασανισμένες ιστορίες δικών μας ανθρώπων. Του γείτονα, του πατέρα, του παππού, της κόρης του γιατρού, του γιου του δασκάλου, του δικού μας, διπλανού ανθρώπου. Και το αίμα αυτών που χάθηκαν, ξεριζώθηκαν, μάτωσαν και κάποτε στέριωσαν, θέλει την τιμητική του δικαίωση, τουλάχιστον στη μνήμη του λαού μας. Κάτι που πρέπει να συμβαίνει για όλους εκείνους που χάρισαν τα πόδια τους, τα μάτια τους ή και την ίδια τους τη ζωή για την Δόξα της Πατρίδος μας, από τα χρόνια του Μιλτιάδη, του Παλαιολόγου, του 1920, του 1940, ως και τα σήμερα. 

Με τον απαιτούμενο σεβασμό μιλάμε στα παιδιά μας, για να διατηρηθεί το ελληνικό φρόνημα υψηλό, για να μην ξεχασθούν ποτέ οι αγώνες και για να αποδώσουμε την ελάχιστη τιμή στις θυσίες όλων εκείνων που έπεσαν «περί πάτρης», διατηρώντας τους ζωντανούς στη μνήμη και στην καρδιά των νέων μας και των επερχόμενων γενεών. 

Γι’ αυτό, ο δάσκαλος ή ο καθηγητής που διδάσκει ιστορία, θα πρέπει να είναι πολύ ψαγμένος, πολύ τίμιος και πολύ Έλληνας. 

Όταν λοιπόν διαβάζαμε τα «Ματωμένα χώματα», εκτός της ανάλυσης, κρατούσαμε και σημειώσεις ιστορικής υφής. Αυτές τις σημειώσεις θα σας παραθέσω βγαλμένες από το συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου. Όντως, το χάσιμο της Μ. Ασίας ήταν στο πλήγμα εκείνο που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα το κορμί της Πατρίδας μας. Οι υπέροχοι όμως πρόσφυγες Μικρασιάτες, κατάφεραν μέσα από μύρια δεινά να μπολιάσουν με πολύτιμο αίμα την Μάνα Ελλάδα, χάρη στις βαθύτατες πολιτιστικές τους ρίζες, την άμετρη εξυπνάδα τους και την ακούραστη εργατικότητά τους. 

Οι αλησμόνητες πατρίδες μένουν πάντα στην καρδιά τους, και είναι συγκινητικότατες οι προσπάθειες που καταβάλλουν για να διατηρήσουν την πολύτιμη ιστορία τους και τις συνταρακτικές τους μνήμες. Σύλλογοι, μουσεία, αλλά και κάθε σπίτι ξεχωριστά, διατηρούν με θρησκευτική ευλάβεια τις ρίζες καταγωγής τους και το ένδοξο παρελθόν τους. 

Τα «Ματωμένα χώματα» είναι ένα συγκλονιστικό, αληθινό, ελληνικό μυθιστόρημα που το παρομοίωσαν με τον «Πόλεμο και Ειρήνη» του Λέοντος Τολστόι. Κυριολεκτικά κόβει την αναπνοή του αναγνώστη του… 

Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στις σημειώσεις μας, που αφορούν – όπως ξαναείπα – το ιστορικό κομμάτι σαν φόρο τιμής στα Ματωμένα Χώματα του ξεριζωμού. Και θαυμάστε πόσα θα πληροφορηθείτε διαβάζοντας αυτό το ξεχωριστό βιβλίο, που είναι ένας ύμνος στην ειρήνη που ποθεί ο κάθε απλός άνθρωπος μα, και μία καταγραφή τόσο συνταρακτικών γεγονότων, που είναι αδύνατον να μην κλίνεις το γόνατο ευλαβικά, με συντριβή και με σπαραγμό στις αλησμόνητες, αλλά όχι χαμένες πατρίδες μας… 

Λοιπόν… Αναφερόμαστε στις πληροφορίες αδρομερώς… 

Το 1915 που οι Μεγάλες Δυνάμεις πολέμησαν την Τουρκία και τελικά η Τουρκία έχασε, οι Τούρκοι ανάγκασαν τους Έλληνες της Μ. Ασίας να στρατευθούν. 

Οι Τούρκοι, τους Έλληνες που ζούσαν στη Μ. Ασία τούς πήραν στον στρατό, αλλά τους έβαλαν στα φοβερά Τάγματα Εργασίας, τα «Αμελέ Ταμπουρού», που κανονικά έπρεπε να λέγονται «Τάγματα Θανάτου». Δεν τους έδιναν όπλα, ούτε στολή. Οι Έλληνες ζούσαν σε απάνθρωπες συνθήκες, στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλον, άπλυτοι, άφαγοι, καταδικασμένοι, κουρελήδες, πήχτρα στις ψείρες. Όσοι το έσκαγαν και τους έπιαναν, ενώπιον όλων τους μαστίγωναν αλύπητα και μετά τους φορούσαν στον λαιμό, στα χέρια και στα πόδια βαριές αλυσίδες, που μόνον η λαιμαριά ζύγιζε τρεις οκάδες και έτσι φορτωμένοι, έπρεπε να σπάνε την πέτρα και να συμμετέχουν σε άλλες αδιανόητα βαριές εργασίες… Η κόλαση επί γης… Αν όμως Τούρκοι στρατιώτες λιποτακτούσαν, την γλίτωναν, αρκεί να σκότωναν όσους περισσότερους Έλληνες λιποτάκτες μπορούσαν. Φρικτά φέρθηκαν και στους Αρμένιους καίγοντας άνδρες μες στις εκκλησιές, βασανίζοντας και βιάζοντας αγόρια και κορίτσια. 

Για όλα έφταιγαν τα μονοπώλια. Τις πλούσιες σοδειές, τα πλούτη της Ανατολής έβαλαν στο μάτι οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η Γερμανία πρωτοστατούσε. Μαζί, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία. Η Γερμανική Τράπεζα της Παλαιστίνης εξέδωσε μανιφέστο (ανυπόγραφο) που νόμιζες ότι το έγραψαν οι Νεότουρκοι του Κεμάλ Ατατούρκ, συνιστώντας στους Τούρκους να ξεσηκωθούν, να μην αφήσουν όρθιο ρουθούνι Χριστιανικό-Ελληνικό, να τους διώξουν όλους τους Έλληνες και να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριο των Ελλήνων… 

Τον Αύγουστο του 1922 έγινε η Μεγάλη Καταστροφή. Οι Τούρκοι αντιστάθηκαν σθεναρά στον Σαγγάριο, που τον θεωρούν σαν τις δικές τους Θερμοπύλες… Και η αρχή; Ο Ελληνικός στόλος είχε πλεύσει στο λιμάνι της Σμύρνης σκορπώντας ρίγη συγκίνησης στον ελληνικό πληθυσμό των Μικρασιατικών παραλίων, που πήρε τα όπλα να διώξει τον Τούρκο ως την Κόκκινη Μηλιά και να πάρουμε πίσω την Κωνσταντινούπολη. Είχαν υποσχεθεί βοήθεια στον Βενιζέλο, Άγγλοι και Γάλλοι. Οι Ιταλοί ήταν πάντα άγρια εναντίον μας. Ο Ελληνικός στρατός ένδοξα προωθήθηκε ως το Αφιόν Καραχισάρ και πήγαινε προς την Άγκυρα. Τότε, οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφιλιώθηκαν με την Τουρκία. Ο Στρατός μας έμεινε μόνος, χωρίς εφόδια, νηστικός, στα βάθη της Ανατολής, πολεμούμενος από όλα τα γύρω Τουρκικά χωριά. Οι άντρες έφευγαν μόνοι τους σαν τρελοί, μπας και σωθούν. Εν τω μεταξύ, ο φιλογερμανικός βασιλέας Κωνσταντίνος, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Βενιζέλο διαιρώντας την Ελλάδα σε βασιλικούς και βενιζελικούς. Δόθηκε διαταγή στον ελληνικό στόλο να πράξει κατά βούληση και έτσι, αντί να έρθουν για βοήθεια 92 καράβια, ήρθαν μόνο 17 ελληνικά από τον Πειραιά... Απίστευτο, οδυνηρό… 

Όταν ήρθε η είδηση της υποχώρησης και ότι τουρκικά στρατεύματα έρχονταν στην Σμύρνη, χιλιάδες χιλιάδων Έλληνες Μικρασιάτες όρμησαν στις ρούγες, στο λιμάνι, σαν ένας μαύρος ποταμός απελπισμένων, που αντί να λιγοστεύει, όλο και φούντωνε και πολλαπλασιαζότανε… Μ’ έναν μπόγο στο χέρι και την οικογένειά τους, έτρεχαν να μπουν στα συμμαχικά καράβια και εκεί οι ναύτες τούς έχυναν ζεματιστό νερό ή τους πατούσαν τα δάχτυλα, οπότε ξανάπεφταν στη θάλασσα και οι περισσότεροι πνιγόντουσαν. Γέμισε η θάλασσα νεκρά σώματα μεγάλων και κορμάκια τουμπανιασμένα μικρών παιδιών, που τα κεφαλάκια τους χτυπούσαν τα πλευρά των πλοίων, σαν να έλεγαν: «Ανοίξτε μας! Δεν μας ακούτε; Ανοίξτε μας!». 

Η ειρωνεία ήταν όταν τα γαλλικά πλοία παιάνισαν τον Εθνικό μας Ύμνο για να αποδώσουν τιμές στην Ελληνική ναυαρχίδα που… αποχωρούσε!... 

Για να μην ακούνε τα ξένα πληρώματα των καραβιών τα ουρλιαχτά των ανθρώπων από την προκυμαία που τους πετσόκοβαν οι Τούρκοι, έπαιζαν δυνατά - μέσα στα πλοία - χαρούμενη μουσική!... 

Όσοι Έλληνες βρέθηκαν σε μαούνες, οι Τούρκοι τους ξανάσυραν στην ακτή. Εκεί, έπαιρναν τα μικρά κορίτσια και πίσω από το τελωνείο, αφού τα βίαζαν, τα σκότωναν επί τόπου. Γιαγιάδες έπαθαν συγκοπή, βλέποντας τα φρικτά αυτά γεγονότα, μανάδες τρελάθηκαν βλέποντας τον βιασμό των παιδιών τους. 

Τους παπάδες τους σταύρωναν στις εκκλησιές τους και τους αρρώστους τούς έσερναν έξω απ’ τα σπίτια τους και τους πετσόκοβαν. Μωρά σκάσανε, επειδή οι γονείς τους, τούς έκλεισαν έντρομοι με το χέρι το στόμα, για να μην κλάψουν και βρουν την κρυψώνα τους οι Τούρκοι... Άλλοι όρμησαν στα νεκροταφεία που τα φοβούνται οι Τούρκοι και πετώντας λιωμένους και άλιωτους νεκρούς, έβαζαν εκεί τη γυναίκα τους να γεννήσει ή κρύβανε τα παιδιά τους…

Ολόκληρο οροπέδιο βρέθηκε σκεπασμένο από πόδια κομμένα, χέρια και κεφάλια πεταμένα εδώ κι εκεί, σαν δαίμονες να είχαν λυσσάξει και να διαμέλησαν κυριολεκτικά τα ελληνικά κορμιά. 

Όσοι μπορούσαν να πληρώσουν έμπαιναν σε βάρκες – αν έβρισκαν – και τραβούσαν για Σάμο, Χίο ή κάπου αλλού… 

Η φωτιά που έβαλαν οι Τούρκοι, έκαιγε μουσεία, θησαυρούς, δημιουργίες αιώνων!... Πάνω στην Αγία Τράπεζα βίαζαν οι Τούρκοι κορίτσια και αγόρια. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν, θαρρείς και τρώνε ανθρώπινο κρέας. Βασανίζουν, ακρωτηριάζουν, πλιατσικολογούν, καταστρέφουν. 

Ένας παπάς τρελάθηκε, αφού είδε να σφαγιάζουν μπροστά του τα πέντε του παιδιά, την γυναίκα του, την κουνιάδα του… Ένα απλό παράδειγμα, όμοιο με χιλιάδες άλλα… 

Και οι ξένοι, τραβούσαν ατάραχοι απ’ τα καράβια τους ταινίες για την σφαγή και τον εξολοθρεμό μας!... Κάτι δηλαδή σαν ανώδυνο ντοκιμαντέρ… Αίσχος… Και οι Αμερικάνοι στο κόλπο! 

Μαυραγορίτες Τούρκοι κι Εβραίοι, θησαύριζαν πουλώντας μια γουλιά νερό, μια σταγόνα λάδι, κονκάρδες με τον Κεμάλ, περιβραχιόνια με την ημισέληνο… 

Δόθηκε διαταγή, οι Έλληνες από 18 έως 45 ετών, ότι θα έμεναν εδώ, για να ξαναχτίσουν ό,τι οι Τούρκοι χάλασαν. «Ν’ αδειάσει ο τόπος από τους γιουνάνηδες!», ούρλιαζαν με μανία.

Τους άντρες που πήρανε, τους άφησαν νηστικούς και διψασμένους μερόνυχτα ολόκληρα… Φρικτός ο θάνατος από δίψα!... Και τους έβαζαν για ξεκούραση σε μέρη που έκαιγαν από τη ζέστη τα ντουβάρια, για να μεγαλώσει το μαρτύριο της δίψας. 

Ένας άνοιξε τις φλέβες του να ξεδιψάσει… Ώσπου 500, με μια ματιά, σαν συνεννοημένοι ενστικτωδώς, όρμησαν, έριξαν το συρματόπλεγμα και έπεσαν πάνω στις βρύσες και στις γαβάθες με νερό, που επιδειχτικά οι Τούρκοι είχαν έξω απ’ το συρματόπλεγμα… 

Αδερφός χωρίστηκε από τον αδερφό του, γιατί ο λοχίας ήθελε τον δεύτερο για… μουλάρι… Καθόταν στον σβέρκο του και ο Έλληνας τον μετέφερε με τις φλέβες του λαιμού του έτοιμες να σπάσουν… Αυτούς τους πηγαίνανε στην Μαγνησία. Εκεί τις πρώτες ημέρες, μέσα σε ένα νταμάρι, θερίσανε οι Τούρκοι με το πολυβόλο, σαράντα χιλιάδες Έλληνες αιχμαλώτους… 

Οι ανθρώπινες ιστορίες δυστυχίας πολλές. Όπως αυτή των δύο μικρών αδερφών που μπήκαν κάτω από ένα σωρό κάρβουνα για να μην τα πάρουν οι Τούρκοι που όρμησαν στο σπίτι τους. Μπήκε έντρομη η μάνα στο σπίτι, είδε τους Τούρκους, μα δεν είδε τα παιδιά της… Τα φώναξε κλαίγοντας, μα εκείνα δεν μίλησαν για να μην τα ανακαλύψουν οι Τούρκοι. Τότε η έρμη μάνα, πιστεύοντας ότι τα είχαν πάρει οι Τούρκοι, σκούζοντας, έτρεξε στο δρόμο και έπεσε στη θάλασσα, όπου πνίγηκε, αφήνοντας δύο ορφανά στην κόλαση του πολέμου. 

Αλλού βγάλανε τις κοπέλες στον δρόμο, μαζεύτηκαν γύρω τους άντρες, λέγοντας βρωμόλογα. Οι Τούρκοι τους έσκισαν τις μπλούζες γελώντας πρόστυχα, πασπατεύοντας τα στήθη και βάζοντας χέρι στη μεριά τους. Μετά, ο αρχηγός τους, έκοψε τις… ρόγες από τα στήθη των κοριτσιών, λέγοντας με κομπασμό: «Θα είμαι ο μοναδικός στον κόσμο που θα έχει κομπολόι από γυναικείες ρόγες!!». 

Για να μην πούμε πόσα παιδάκια αποσπάσθηκαν με βία από το χέρι των γονιών τους, καθώς έπεφτε επάνω τους το αλαλιασμένο πλήθος τρέχοντας να σωθεί. Ήμουν ακόμη μαθήτρια του Δημοτικού και θυμάμαι ότι σχολώντας το μεσημέρι, άκουγα στο ραδιόφωνο την εκπομπή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, όπου μετά τόσα χρόνια, συγγενείς αναζητούσαν άλλους συγγενείς, χαμένους στην καταστροφή της Σμύρνης. Αν είχαν επιζήσει τα χαμένα παιδιά, θα ήταν τότε 35-40 χρονών και οι μεσήλικες πολύ γέροι, η ελπίδα όμως των δικών τους ανθρώπων, δεν έλεγε να σβήσει κι αυτό – αν και ήμουν μικρή – με είχε συνθλίψει συναισθηματικά. 

Στο Άκ Τσάι, περίμεναν να έρθουν τα καράβια για να σωθούν 35.000 γυναικόπαιδα. Και ήρθανε και 10.000 φαντάροι επιπλέον από το Αδραμίτι… Πού να μπαίνανε; Στα 17 ελληνικά βαπόρια που είχαν απομείνει στο λιμάνι; Τραγικά απίστευτες ιστορίες ανθρώπινης απόγνωσης και αναρίθμητων χαμένων ζωών, διαδραματίστηκαν εκείνες τις φρικτές στιγμές. 

Ανάθεμα στους αίτιους… Όλα έγιναν για τα πετρέλαια και τα πλούτη της Μ. Ασίας… Ο μύθος του χρυσόμαλλου δέρατος, καλά κρατεί. Γι’ αυτό μας πούλησαν οι σύμμαχοι. 

Γι’ αυτό αγκάλιασαν τελικά τον Κεμάλ Α Τατούρκ. 

1.500.000 Έλληνες πρόσφυγες Μικρασιάτες πλημμύρισαν την φτωχομάνα Ελλάδα. Υπέφεραν φοβερά, όμως κρατήθηκαν. Πολέμησαν με τις αντιξοότητες και αγωνίσθηκαν με ακατάβλητο θάρρος μέσα στην ελληνική κοινωνία. Την μπόλιασαν με τον πολιτισμό τους, την εξυπνάδα τους, την εργατοσύνη τους. Έφεραν νέα πνοή, νέο αίμα στην πικραμένη μας πατρίδα. Άνθρωποι πάμπλουτοι ήρθαν με τα ρούχα που φορούσαν. Ξεριζωμένοι, ξεσπιτωμένοι, καταπληγωμένοι. Μα δεν δείλιασαν ούτε στιγμή. Πέρασαν αφάνταστα, πάρα πολύ δύσκολα εδώ, μα τα κατάφεραν. 

Και κάτι άλλο: 

Εκείνο τον καιρό, πριν την Μικρασιατική καταστροφή, οι Έλληνες στη Σμύρνη και στις άλλες μεγάλες πόλεις, είχαν αναπτύξει με το εμπόριο, που απέφερε πάρα πολλά κέρδη, έναν πλούσιο τρόπο διαβίωσης και διατηρούσαν τον τρισχιλιάχρονο πολιτισμό τους, τον ελληνικό ιωνικό πολιτισμό. 

Στις απέραντες πεδιάδες, αφθονούσαν τα μπαμπάκια, οι κερασιές, τα μπαχαρικά, τα σύκα. Σε πολλές τοποθεσίες ζούσαν ειρηνικότατα ελληνικά και τουρκικά χωριά. Μάλιστα, μερικοί αναλφάβητοι Τούρκοι, που ο Χότζας τους έγραφε προσευχές και αυτοί δίνανε το χαρτί στον άρρωστό τους να το … καταπιεί και να γίνει καλά, όταν ζητούσαν βοήθεια από τους Έλληνες και ο σπουδαγμένος γιατρός τους, έδινε τα πρέποντα φάρμακα στον άρρωστο Τούρκο, ο οποίος και γινότανε καλά, έλεγαν: 

«Μπρέ, οι Έλληνες έχουν περισσότερο μυαλό από εμάς! Φαίνεται ο δικός τους Θεός τους έδωσε περισσότερο μυαλό!». 

Και κρυφά στέλνανε στους Έλληνες το αντίτιμο να ανάψουν και γι’ αυτούς ένα κεράκι στον Αη-Γιώργη, για να τους έχει πάντα καλά. 

Υπήρχαν πάντα οι πλούσιοι Έλληνες και οι φτωχοί Έλληνες αγρότες, οι οποίοι και κοπίαζαν πάρα πολύ, όμως η γη ήταν ευλογημένη και ο καρπός έφερνε το ψωμί της κάθε φαμίλιας. 

(Βέβαια, μπαγαπόντηδες, άπληστοι, ψεύτες, υπήρχαν πάντα και από τις δύο μεριές, ελαττώματα της ανθρώπινης φυλής). 

Πολλοί Τούρκοι φέρθηκαν ανθρώπινα και λογικά σε φτωχούς Έλληνες, όπως όμως και οι Έλληνες φέρθηκαν μεγαλόκαρδα, ανθρώπινα και απλόχερα σε πολλούς Τούρκους. 

Αυτά σε καιρό ειρήνης (που πάντα όμως η τουρκική κυβέρνηση παρακολουθούσε άγρυπνα τον ελληνικό πληθυσμό). 

Σε καιρό πολέμου όμως τα πράγματα άλλαξαν. Έλληνες και Τούρκοι πολλές φορές έχασαν την ανθρωπιά τους. Αλλά, υπήρξαν και περιπτώσεις που ο πόλεμος δεν χάλασε την ανθρώπινη υπόσταση και την τιμιότητα κάποιων ατόμων. 

Δυστυχώς ο πόλεμος τα ισοπεδώνει όλα. Όταν έχεις δει να βιάζουν επί τρεις ώρες την κόρη σου δέκα νοματαίοι και στο τέλος να πέφτει νεκρή, τι μπορείς να σκεφτείς στην μάχη εκτός από εκδίκηση;; (Την ακατανόμαστη αυτή βαρβαρότητα υπέστη ανήλικη Ελληνοπούλα από Τούρκους…).

Ο πόλεμος δεν σακατεύει μόνον το κορμί. Οι χειρότερες πληγές είναι οι ψυχικές. Οι εικόνες που έρχονται το βράδυ να ουρλιάξουν στα όνειρά σου, φέρνοντάς σου τους χειρότερους εφιάλτες και επηρεάζοντας ανελέητα την μετέπειτα ζωή σου… 

Γράφω εδώ τις τελευταίες γραμμές από τα «Ματωμένα Χώματα»: 

«Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ… Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε με αίμα… Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!». 

Προτού κλείσω, θα σας δώσω μια πληροφορία που κράτησα από κάποια εφημερίδα, νομίζω πριν δύο χρόνια. Αναφερόταν στην καταστροφή της Σμύρνης και σ’ ένα καταπληκτικό γεγονός αυταπάρνησης, θάρρους και ανθρωπιάς. Κεντρικό πρόσωπο ένας Ιάπωνας ναυτικός. Όταν λοιπόν τα γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά πλοία έσπρωχναν στη θάλασσα τους απελπισμένους Έλληνες, περνούσε από εκεί ένα γιαπωνέζικο πλοίο, φορτωμένο με μετάξια και πολύτιμα εμπορεύματα. Όταν ο πλοίαρχος είδε τι γινόταν, έφριξε! Πέταξε στη θάλασσα τα πανάκριβα εμπορεύματα και ανέβασε στο πλοίο του, όσους περισσότερους Έλληνες μπορούσε και τους έσωσε. 

Κάποιοι Έλληνες απ’ αυτούς που σώθηκαν ακολουθώντας το δρόμο της προσφυγιάς, στέριωσαν στην Πελοπόννησο. Το τι όφειλαν όμως στον Ιάπωνα καπετάνιο δεν το ξέχασαν ποτέ και πέρσι, στην Κόρινθο, έγινε Συνέδριο και κλήθηκε ο γηραιός πλέον Ιάπωνας καπετάνιος στην τελετή που έγινε προς τιμήν του. Η συγκίνηση μεγίστη. Οι αγκαλιές θερμές, τα ευχαριστώ ατελείωτα!... Αυτά πόσοι τα γνωρίζουν; Έγινε είδηση στην τηλεόραση; Την πρόβαλαν τα κανάλια; Έγινε πρωτοσέλιδο; Μακάρι τέτοια συμβάντα να τα πληροφορούμεθα όλοι μας και με περισσότερες λεπτομέρειες. Είναι γεγονότα που αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση και χαλκεύουν αδαμάντινους δεσμούς φιλίας και τιμής. 

Θα ήταν υπέροχο, αν όλα τα μέσα ενημέρωσης αφιέρωναν κάποιες εκπομπές με παρόμοια περιστατικά. Περιστατικά και καταστάσεις που σε κάνουν να νιώθεις υπερήφανος που είσαι άνθρωπος. Γιατί η τιμή και η ανθρωπιά δεν γνωρίζουν σύνορα, κράτη ή χρώμα δέρματος. Απλά βασιλεύουν σε κάποιες καρδιές που χτυπούν πάντα στον ρυθμό του καθήκοντος, της συμπόνιας και των ανώτερων ιδανικών. 

Αυτές ήταν οι σημειώσεις μας που αφορούσαν το ιστορικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος. Διαβάστε το βιβλίο. Η διήγηση, οι χαρακτήρες, το ύφος, όλα είναι καθηλωτικά. Μαγευτικό το γράψιμο της Διδώς Σωτηρίου. Απαράμιλλη η πένα, το πάθος, η συγγραφική της δεξιοτεχνία, η δικαιοσύνη της, η αλήθεια της, η φιλοπατρία της, ο σπαραγμός της. Συζητήστε με τα παιδιά σας. Και πέστε τους, όταν κοιτούν τον χάρτη της πατρίδος μας, να ξέρουν ότι εκείνα τα χώματα, πέρα στη Μ. Ασία, θα παραμένουν για κάθε Έλληνα, παντοτινά Ελληνικά και τιμημένα, τρισευλογημένα και καθαγιασμένα από το χυμένο αίμα των ηρωικών, βασανισμένων συμπατριωτών μας.

(1.448)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου