Στον αστερισμό του:
«Όταν δάκρυσες εσύ… Εγώ… Αυτή… Εμείς…»
Μυρωδιά από Πάσχα και άνθη λεμονιάς… Ήσυχη νύχτα, γαλήνια... Ο φίλος της μοναξιάς, το λαμπερό αστεράκι, πάλι στάθηκε πάνω απ’ το μπαλκόνι μου... Έτσι να κάνω την κουρτίνα, το βλέπω...
«Μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ!» Ο ψίθυρός του διαπερνάει το σύμπαν κι εισχωρεί τρυφερός, σα βελούδινο πέταλο βιολέτας, μέσα στ’ αυτί μου.
Μια πρώτη στάλα καθησύχασης γλιστράει μέσα μου... Λιλά στάλα όπως οι εξαϋλωμένοι πια πόθοι και οι κρυφές επιθυμίες που τρεμοσβήνουν πέρα μακριά και βαθιά στα σύνορα της ερήμου και της ελπίδας.
Πώς κυλά κι αυτή η νύχτα; Βγαλμένη σε καρμπόν όπως οι άλλες;
Σβηστά τα φώτα στο σαλόνι… Τα δυο παπαγαλάκια στο κλουβί να κοιμούνται δίπλα - δίπλα, μια πράσινη φωσφόριζε, αρσενική κρυστάλλινη σταγόνα δίπλα σε μια γαλάζια θηλυκιά, τέλεια εναρμονισμένα στην κούρνια της αθωότητας και του ταιριαστού. Μόνιμα τα ρολά ανεβασμένα τη νύχτα, για να μπαίνει στο δωμάτιο το φως του δρόμου... Φως αρκετό για να ξορκίσει τις σκιές του χώρου και του μυαλού. Αν δεν ήταν αυτό θα ‘πρεπε να καίει το ηλεκτρικό… Κι άλλα έξοδα. Πολλά κι ασήκωτα για έναν τόσο φυσιολογικό μισθό.
Κι εσύ, κουλουριασμένη στον καναπέ, για να περάσει το βράδυ και να ‘ρθει το ζωογόνο πρωί. Ο ήλιος... Το γκρέμισμα του φόβου... Η διάλυση των σκιών... Η κυοφορία ικανής ποσότητας αισιοδοξίας και δύναμης.
Τώρα, πατάς άδικα το κομπιούτερ. Αλλάζεις μάταια το κανάλια… Όλα τα ελληνικά σβηστά... Ιδιωτικά και κρατικά... Ελάχιστα ξένα ξαγρυπνούν χωρίς όμως να σε παρασέρνουν μακριά απ’ τον εαυτό σου. Τα κλείνεις... Άχρηστα κι αυτά όταν τα χρειάζεται πραγματικά…
Έλα να ονειρευτείς... Μάταια... Αλήθεια... Πόσος καιρός πάει που έπαψες να ονειρεύεσαι ξύπνια; Που έπαψες να επιθυμείς και να χαλαρώνεις;
Πώς θα ξεστρατίσει ο νους; Κι οι ενοχές τελευταία πολλές... Απ’ το νέφος που ποτίζει τα παιδιά σου, απ’ το ανύπαρκτο μπαλκόνι σου, απ’ την τρύπα του όζοντος, το εξοχικό που δεν μπορείς να προσφέρεις, απ’ την επιλογή σου να ζήσετε στην πόλη, απ’ την καταλυτική κούραση που σε αποδιοργανώνει και σε σ’ αφήνει να γίνεσαι χίλια κομμάτια κάθε στιγμή, παρά μόνο ανά πέντε λεπτά... Πάλι καλά…
Ενοχές για τις πριν λίγο φωνές και τον καβγά που έλαβε χώρα, έστω κι αν ήταν μπροστά οι δυο κόρες.
Ο καθένας απ’ τη μεριά του πιστεύει ότι έχει δίκιο, Συμβιώνετε... δυο ξένοι κάτω απ’ την ίδια στέγη. Στο δικό του προμαχώνα ο καθένας αμπαρωμένος για τα καλά... Μήπως το σπίτι σου κολυμπάει στο κίτρινο ζουμί της οργής; Μήπως τα δωμάτια μέσα πνίγονται απ’ το παχύρευστο υγρό της καμουφλαρισμένης λύσσας; Μήπως το διαμέρισμα είναι τυλιγμένο με ροζ εύθραυστο σελοφάν που μόλις το αγγίξεις, με την παραμικρή αφορμή θα ξεσχισθεί; Μήπως τότε από μέσα θα αποκαλυφθούν δυο λεπτά, σφιγμένα χείλια, ίσια σαν λεπίδι, αγέλαστα που θα κρώξουν απειλητικά: «Βουβαθείτε! Τσιμουδιά!» ή «Όρμα αντάρα! Δεν αντέχω πια!»;
Και οι προσπάθειες που κάνεις όλη μέρα να τα καλύψεις όλα αυτά να τα χώσεις κάπου βαθιά και ν’ αποξεχαστούν; Δεν είναι κρίμα, προσπάθεια και έργο μιας ολόκληρης μέρας, να χάνεται, να γκρεμίζεται μπροστά στον άκρατο εγωισμό και τη σοβινιστική τσαντίλα του «μεγάλου»;
Κι άντε εσύ πάλι, όταν «ο μινώταυρος» μαζέψει τα τρόπαιά του στο μανταλωμένο κελί του με το βρυχηθμό «Μην ενοχλείτε» - μια αόρατη ταμπέλα στο χερούλι της πόρτας του - άντε εσύ πάλι, μέσα στο απόβραδο να προσπαθείς να ξαναχτίσεις λιθαράκι λιθαράκι, έναν ευπρεπή επίλογο μιας έτοιμης προς κατεδάφιση μέρας. Τουλάχιστοννα ξεφύγει το μυαλό των παιδιών όσο γίνεται από τα προγενόμενα και να μην έχουν άσχημες εικόνες συντροφιά στα νυχτοπερπατήματα του ύπνου τους.
Τουλάχιστον να φυσήξει μια σταλιά υγιεινού αέρα και να παρασύρει έξω στο δρόμο την αποφορά της καταπιεσμένης οργής και του αλαλάζοντα θυμού απ’ τα αστεία.
Κι όταν τα παιδιά γελάσουν απ’ τα αστεία και τα γαργαλητά σου - γρήγορο ντύσιμο και βόλτα στο τετράγωνο μες τη νύχτα για ν’ αλλάξει ρότα ο νους - όταν σιγουρευτείς ότι μπορούν να κοιμηθούν κάπως ξαλαφρωμένα, εσύ που πας να λουφάξεις; Εδώ σου θυμίζει ο εαυτός σου κινούμενο σχέδιο!
Η εικόνα σου σιγοπερπατάει και μια και δυο και τρεις φορές στο μικρό διάδρομο, έξω απ’ την παιδική κρεβατοκάμαρα μέχρι να διαπιστώσει ότι όλα είναι γαλήνια και ο ύπνος ήρθε γλυκός.
Η μικρή σφίγγει το «λαγό με τις χρωματιστές πατούσες» και η μεγάλη το άσπρο της κουνέλι.. Ήρεμη η αναπνοή, πεταρίζει στ’ αυτιά σου σαν βάλσαμο, σα μια μικρή αποζημίωση.
Ως τότε, η φιγούρα σου είναι ντούρα, γελαστή, έτοιμη να ξαναγίνει ο κλόουν, ο ηθοποιός, ο ξέγνοιαστος καβαλάρης μήπως και κάποιο ματάκι ανοίξει και ζητήσει «νερό!» ή κοιτάξει ερευνητικά με υποψία, εξονυχιστικά κάθε κρυφή ή φανερή γραμμή δίπλα στα χείλη ή πάνω στο μέτωπο.
Τα παιδιά, πρέπει στον ύπνο τους να παίρνουν για οδηγό στις άγνωστες πλαγιές του ονείρου, χαρούμενο και εύθυμο το πρόσωπο του γεννήτορά τους.
Και μόλις σιγουρευτείς, όλη εκείνη η στιβαρή ανεμελιά, χάνεται. Προχωρείς στο σαλόνι ένας άλλος άνθρωπος . Μια άλλη μορφή.. Σαν να ‘σουν χάρτινη κούκλα που μπήκε στο νερό και μάζεψε!
Η πλάτη καμπούριασε... Οι ώμοι έπεσαν... Η κοιλιά πρήστηκε... Και μέσα σου μια κούραση.. Θεέ μου! Τι κούραση κι αυτή! Απαίσια, φρικτή, που πιάνει απ’ τις ρίζες των μαλλιών και φτάνει ως τα νύχια των ταλαιπωρημένων ποδιών σου.
Πράγματι... Όμοια με κινούμενο σχέδιο. Με ποιο; Μα, με εκείνο τον κατακαημένο Γκούφη. Για την ακρίβεια, όμοια τη μια στιγμή με τον Σούπερ Γκούφη και την άλλη, όμοια με τον Γκούφη μόλις περνάει η επήρεια του σούπερ - φουντουκιού και ξαναγίνεται ένα μισοκακόμοιρο χαμένο, αξιοθρήνητο ανθρωπάκι.
Ο διάδρομος λοιπόν του χολ είναι η μαγική ζώνη της μεταμόρφωσής της. Η «ζώνη του λυκόφωτος» εκτός κι αν προτιμάς «Το λυκόφως των θεών!»
Στην αρχή της μικρής λουρίδας μωσαϊκού, έξω απ’ την κάμαρη, η Σούπερ Μάνα είναι η αέναη εξυπηρέτηση, η τέλεια ηθοποιός, η πληθωρική σουμπρέτα.
Περνάει τις πρασινωπές ψηφίδες και αόρατοι προβολείς τη λούζουν μ’ ένα αποσυνθετικό φως.
Μπρος στο σαλόνι, η διεργασία έχει κι όλας ολοκληρωθεί. Κάθε βήμα προς το τέρμα του πρασινωπού μωσαϊκού, τη φέρνει στην απομυθοποίησή της... Θεέ μου. Πόσο βαριά είναι η προσποίηση! Πόσο ασήκωτη ψυχικά η προσπάθεια να είσαι πάντα εν γρηγόρσει!
Φτάνοντας στον καναπέ μπορεί ήσυχη να πει:
«Εντάξει! Σμίκρυνα κι αυτό το βράδυ! Έτσι, για να μη χάσουμε τη χαρά της βραδινής επανάληψης και των σπιτικών μας συνηθειών!» Τώρα μόνη αγκαλιάζει τα γόνατα ή ακουμπά στη ράχη του καναπέ.
Και τούτα τα μαξιλάρια... Όλο γλιστράνε... Τι ήθελε να πάρει αυτό ειδικά το σχέδιο;
Η απάντηση γνωστή... Οι γραμμές του υφάσματος και τα χρώματα, στο σύνολό τους, έχουν μια ψευδαίσθηση τ’ άπειρου... Και η ίδια στα μύχια της ψυχής της, πιστεύει πάντα ότι κάτι συγκλονιστικό θα γίνει και κάποια στιγμή θα μεταλλάξει σ’ ένα μόριο αστραφτερό του μυστικού σύμπαντος! Πιστεύει ότι κάποια μέρα κάτι θα την εκτινάξει ψηλά κι αυτή, ελεύθερη κι ωραία, σαν τη φωτεινή τροχιά ενός άστρου θασχίσει το διάστημα και θα καρφωθεί ψηλά, στην καρδιά τ’ ουρανού, όμοια μ’ ένα αδιόρατο, χρυσό δάκρυ του απείρου!
Πώς μπορεί και σκέφτεται έτσι; Δε βλέπει γύρω της; Δε νιώθει τη μέγγενη της κούρασης;
Και λοιπόν;
Αν μπορούσε να αποδεσμευτεί από αυτό το βαρύ κορμί που την κρατά φυλακισμένη στα γήινα δεσμά της…
Ο νους της όμως δεν υπακούει στον σβέρκο, στη μέση και στις κλειδώσεις της. Ο νους της είναι ο τιμονιέρης του ονείρου.
Αυτή μπορεί να είναι 68 κιλά απογοήτευσης που βαθουλώνουν τα νερά του μαξιλαριού, η ψυχή της όμως είναι μια λευκή μορφή που περπατάει ανάλαφρη πάνω απ’ τα δέντρα του πεζοδρομίου και ανεβαίνει μια αόρατη σκάλα που οδηγεί ψηλά.
Να... πέρασε την πολυκατοικία και τώρα ξεπερνά τον πύργο της γωνίας.
Σαν να ανεβαίνει πίσω απ’ τη Μαίρη Πόπινς τη σκάλα του καπνού της αγωνίας και της αναζήτησης. Ώσπου, φτάνει ψηλά σ’ ένα πλάτωμα πάνω από τα κτήρια της πρωτεύουσας, πάνω απ’ το Λυκαβηττό, πάνω απ’ το βαρύ νέφος, πάνω από κάθε έγνοια, ενοχή, πίκρα και φόβο.
Κι έτσι, ελεύθερη, ξέγνοιαστη στροβιλίζεται μέσα στα σύννεφα, στους ήχους της μουσικής από την «Έξοδο των σκλάβων» του «Ναμπούκο» ενώ απ’ τα δάχτυλά της ξεχύνονται γράμματα, λέξεις συλλαβές που φτιάχνουν σε κάθε νότα και από μια φράση, από ένα στίχο, από μια στροφή.
Κι όσο ακούγεται η μουσική, δίπλα της, γύρω της, στοιβάζονται χιλιάδες χειρόγραφα με ποιήματα, διηγήματα, σελίδες με σκίτσα, ζωγραφιές, σημείωσης, κρυφές λαχτάρες, ανομολόγητες σκέψεις, επιθυμίες και αγάπες…
Αυτό γίνεται κάθε βράδυ. Το κορμί της εδώ, στη γωνιά του καναπέ, το μυαλό και η σκέψη της ελεύθερα, ταξιδιάρικα, αέρινα πλάσματα, ατίθασοι ερευνητές του απείρου και του νυχτερινού Σύμπαντος.
Το κορμί της εδώ, το κανόνι και η σκέψη μακριά, η άπιαστη οβίδα της μνήμης και της ψυχής... Η ασίγαστη επιθυμία της δημιουργίας και της ολοκλήρωσης. Όμως, ενώ άλλοτε έλεγε: «Κάποτε θα γίνει, θα ...» τώρα τελευταία αυτό δεν της αρκούσε... Ήθελε να συλλάβει την οπτασία που χόρευε στα σύννεφα και να την μετουσιώσει ζωντανή, απτή, στην καθημερινή, αληθινή ζωής της. Ως πότε θα περίμενε και θα έλεγε «Κάποτε θα ....»;
Λοιπόν, καιρός να γίνει πραγματικότητα το πάντρεμά της με το σύμπαν τώρα, σύντομα…
Κι ενώ υποσχόταν ότι «Αύριο κιόλας» θα έβάζε μπροστά την έκδοση του γραπτού της, οι βιοτικές μέριμνες και σκοτούρες, η σκληράδα της αυγής, την έκανε μόνα να σκέφτεται:
«Δε με φτάνουν τα λεφτά σήμερα για φρούτα... Τι θα φάμε; Τα κοινόχρηστα; Το νερό; Ούτε λόγος... Πρέπει πάλι να πάρω προκαταβολή..»
Και ξέχναγε την υπόσχεση στον εαυτό της…
Την ξαναθυμόταν πάλι μόνο το βράδυ. Όταν οι θόρυβοι ησύχαζαν και οι σκιές πλήθαιναν.
Τότε ξαναανανέωνε την υπόσχεση για «Αύριο οπωσδήποτε!» με μόνο το σίγουρο να την αθετήσει πάλι…
Μα έφταιγε; Ως που πέστε μου, μπορεί να φτάσει το όριο και η αντοχή ενός ανθρώπινου πλάσματος;
Κάνεις μια ιεράρχηση αναγκών. Πρώτα έρχονται τα ουσιώδη και πάνω απ’ όλα ακόμη πιο πάνω, τα ΠΑΙΔΙΑ σου με κεφαλαία γράμματα.
Τον εαυτό σου τον ξαναθυμάσαι αυτές τις ώρες της μοναξιάς και της περισυλλογής. Όταν τα αμυντικά συστήματα του οργανισμού σου είναι πεσμένα κι έχεις διάθεση για ένα τρυφερό άγγιγμα, έστω κι από την ζωγραφιά των παιδιών σου στα γενέθλιά σου, με την τρυφερή αφιέρωση:
«Στην καλύτερη μανούλα του κόσμου....» Έστω κι αν είναι απ’ το απάλαφρο μετάξινο χάδι του αέρα που μπαίνει κλεφτά από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, φορτισμένο με άνθη λεμονιάς, ευχές του Πάσχα και λίγη αστρική χρυσόσκονη...
Σκόνη που τη φέρνει απ’ το μακρινό «Πέρα». Την μπάζει στο δωμάτιο και την αφήνει να πέσει επάνω σου και να σε πασπαλίσει.
Κι εσύ έχεις την εντύπωση ότι φωσφορίζεις ξαφνικά, σαν τους δυο «φωτεινούληδες» των παιδιών σου πάνω στο κομοδίνο.
Φωσφορίζουν τα πονεμένα πόδια, τα ξεχασμένα από περιποίηση, η μπλούζα σου στο μέρος της καρδιάς.
Φωσφορίζουν μ’ ένα λιλά και ροδί χρώμα. Ένα χρώμα τρυφεράδας και ανείπωτης αγάπης γι’ αυτά που ζουν δίπλα σου αθώα, άβγαλτα, έτοιμα να μάθουν από σένα και να δουν το δρόμο της ζωής..
Ω Θεέ μου!
Άραγε τα κοριτσάκια μου νιώθουν το μήνυμα που εκπέμπει αριστερά η μπλούζα μου;
Άραγε αποκρυπτογραφούν το ροδί φωσφόρισμα;
Άραγε πιάνουν τους ρυθμικούς ήχους που εκπέμπουν;
Ντιν – νταν – ντιν!
Σαν αρχυρόηχη καμπάνα! Και η αποκρυπτογράφηση; Εύκολη:
Σας αγαπώ... Αγαπώ... Προσπαθώ…
(Εμφανίσεις filonas.gr: 523)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου