Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

ΜΕΘΕΟΡΤΙΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ

Καμιά φορά βρίσκεσαι μπρος σ’ ένα δίλημμα: Να αποφασίσω αυτό ή το άλλο… Κι ενώ είναι εφικτές και οι δύο λύσεις προτιμάς την μία πορεία, έστω και αν στα βάθη του είναι σου, θα ήθελες την άλλη … Να, όπως εφέτος: «Να ’ρθούμε να σε πάρουμε μαμά, να κάνεις μαζί μας την αλλαγή του χρόνου και, ή σε γυρίζουμε εμείς ή καλούμε ταξί». «Πεθερούλα μου, έχει δίκιο η Ελπίδα. Να ’ρθω να σε πάρω και μένεις εδώ το βράδυ. Και το πρωί, πίνουμε καφέ και κατεβαίνουμε όλοι μαζί Γύζη». Διάλεξα να μείνω στο διαμέρισμα μόνη μου… Σκεφτόμουν το κρύο; Σε αυτοκίνητο θα έμπαινα… Σκεφτόμουν τα γατιά μου; Ένα βράδυ ή τρεις ώρες το πολύ θα έλειπα… Θα φοβόντουσαν τα κατοικίδιά μου τους κρότους από τα βεγγαλικά; Μα δεν ακούγονται τόσο πολύ μέσα στα δωμάτια… Οπότε; Γιατί δεν διάλεξα να πάω; «οι δικοί μου δεν θα ’ναι και μόνοι τους… Θα κατέβουν τ’ ανιψάκια του Λευτέρη, οι γονείς τους, θ’ ανέβει κι ο παππούς… Άσε, δεν πειράζει. Αύριο φτιάχνω παστίτσιο, έχω φτιάξει το κις λορέν και την βασιλόπιτα και έρχονται τα παιδιά να γιορτάσουμε μαζί την πρώτη του χρόνου…» Έτσι αποφάσισα, δυο- τρεις φορές όμως φαντάστηκα: Να πάρω ένα ταξί, να πάω Γέρακα και να χτυπήσω την πόρτα τους. Τι έκπληξη σαν θα μ’ έβλεπαν στο κατώφλι! «Ήρθε η γιαγιά!» «Μπράβο μαμά που το αποφάσισες! Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι». «Έκπληξη πεθερούλα μου! Είδες; Δεν ήταν τόσο τρομερό! Βλέπεις χαρά τα εγγονάκια σου;»


Αυτή η σκέψη με ταρακούνησε… Στο τσακ ήμουν να σηκωθώ, όμως τελικά δεν κουνήθηκα. Σαν πλησίαζε 12, η Αλίσια με πήρε στο τηλέφωνο απ’ την Καλαμάτα και κάναμε μαζί την αλλαγή του χρόνου. Ακολούθησε η Ελπίδα και τα εγγονάκια μου ένθεν κι ένθεν.

Σκεφτόμουν πολλά εκείνη την νύχτα. Πρώτα- πρώτα ότι τα παιδιά μου γιόρταζαν τον Άγιο Βασίλη όπως τους είχα μάθει εγώ να τα γιορτάζουν, υπέροχα, μαγευτικά, ονειρικά. Κι εμένα και την αδελφή μου μας είχαν μάθει οι γονείς μας να τα γιορτάζουμε υπέροχα κι ονειρικά. Τα εγγονάκια μου περίμεναν τον Άγιο Βασίλη ξύπνια και μόνον τα δώρα που εμφανίζονταν μυστηριωδώς όπως και ο μισοφαγωμένος κουραμπιές και το άδειο ρακοπότηρο μαρτυρούσαν το αστραπιαίο πέρασμα του καλού Αγίου!

Στον πατέρα μου και την μητέρα μου, σ’ αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους, οφείλω και τις επιτυχημένες χριστουγεννιάτικες, θεατρικές παραστάσεις στα σχολεία που υπηρέτησα ως δασκάλα, κάτι που είχε εκπληκτικά αποτελέσματα, γιατί το πνεύμα των Χριστουγέννων που με πλημμύριζε, το μεταλαμπάδευα στους εκάστοτε μαθητές μου, οι οποίοι δεν το ξέχασαν ποτέ, γιατί είχαμε πλέξει μαζί λατρεμένες, ζεστές αναμνήσεις, όλο συγκίνηση, αστέρια και φως…

Πάνω στον καναπέ με τα δυο γατιά μου γύρω, με αναμμένο το καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο και το μικρό χριστουγεννιάτικο χωριό, αναπολούσα τα περασμένα Χριστούγεννα με τους μαθητές μου και τις δυο μου κόρες… Αναπολούσα και τότε που ήμουν μαθήτρια Α’ Γυμνασίου και η αδελφή μου πήγαινε Β’ Δημοτικού. Ήξερα προ πολλού το τι γίνεται το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, δεν το έλεγα όμως, για να μην χαλάσω το παραμύθι, στην μικρότερη αδελφή μου. Άσε που μου άρεσε πααάρα πολύ η όλη διαδικασία και χαιρόμουν να παίρνω μέρος με όλη μου την καρδιά! Θυμάμαι εκείνη τη χρονιά είχαμε πέσει όπως πάντα στο κρεβάτι γύρω τις 10 μ.μ. Βλέπετε οι γονείς μας, ήθελαν να κοιμόμαστε και να μας ξυπνά ο Άγιος Βασίλης! Άκουγα λοιπόν από την κουζίνα το χράτς χρούτς από χαρτιά περιτυλίγματος και καταλάβαινα ότι ο μπαμπάς άλλαζε το περιτύλιγμα σε όσα δώρα έβρισκε ότι δεν ήταν κατάλληλο. Τα ήθελε όλα στην εντέλεια, πανέμορφα και εκθαμβωτικά! «Έχει γούστο να ξυπνήσει από τον θόρυβο η Άντζελα!» σκέφτηκα ανήσυχη, ησύχασα όμως καθώς έριξα μια ματιά στο διπλανό κρεβάτι και είδα ότι κοιμόταν μακαρίως… Προσπάθησα τόσο να κοιμηθώ, που πίστεψα τελικά ότι ίσως και να με είχε πάρει λίγο ο ύπνος! 12 παρά πέντε, ανάψανε τα φώτα, ο ήχος από ένα μουσικό κούκλο «Γκλιν γκλόχεν, γλίνγκ γλίνγκ» ακούστηκε και την ίδια στιγμή πράγματα πέφτανε στα κρεβάτια μας, ενώ η φωνή του πατέρα ακουγόταν να λέει χαρούμενα: «Τόση ώρα σας φωνάζω! Ξυπνήστε! Να! Τώρα μόλις έφυγε ο Άγιος Βασίλης!» Χαμογέλασα με νόημα στους γονείς μου ενώ ενθουσιώδη επιφωνήματα γέμιζαν την κάμαρά μας! Δώρα, δώρα, δώρα κατέκλυζαν τα κρεβάτια μας και γέλια, ευχές, φιλιά έπλεκαν έναν γαλαξία αγάπης και μελωδίας. Η μια έδειχνε στην άλλη έμπλεος χαράς τα δώρα της, ενώ ο μπαμπάς υποδεχόταν τον καινούργιο χρόνο χορεύοντας βαλς με τη μαμά το «Τζίρα, τζίρα» της Σαρίτας Μοντιέλ.

Το δώρο της μαμάς απ’ τον σύζυγό της στάνταρ: μεταξωτές κάλτσες Μπερκσάϊρ με ραφή και ένα κουτί Τόσκα. Περιείχε την ομώνυμη κολώνια και μυρωδάτο σαπουνάκι.

Στις τωρινές Πρωτοχρονιές κρατήσαμε την ίδια γραμμή εκτός από το ότι τα παιδιά μου και μετά τα εγγόνια μου περιμένουν ξύπνια τον Άγιο Βασίλη. Ο Λευτέρης μάλιστα πρόσθεσε και μια καινοτομία: Έξω απ’ το παράθυρο, έβαλε έναν κατάφωτο Ρούντολφ, το πιο αγαπημένο από τα ελαφάκια του Αγίου Βασίλη. Και το κυριότερο, τόσο ο Λευτέρης όσο και ο Παναγιώτης (ο άλλος γαμπρός μου), είναι οι πιο γρήγοροι Άγιοι Βασίληδες που σχεδόν πετούν στη βεράντα, τρέχουν αστραπιαία, γεμίζοντας χαρά τα πιτσιρίκια τους που νομίζουν ότι είδαν τον πολυαγαπημένο Άγιο!

Γεμάτη αναμνήσεις λοιπόν η παραμονή και της εφετινής Πρωτοχρονιάς. Ήθελα πολύ, μ’ έναν μαγικό τρόπο να βρισκόταν δίπλα μου η αδελφή μου, ένας άνθρωπος που κουβαλάει τις ίδιες παιδικές αναμνήσεις μ’ εμένα και που μεταλαμπάδευσε κι αυτή στο παιδί της τις ίδιες αρχές, αξίες και πολύχρωμες αναμνήσεις.

Να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στους δύο ανθρώπους που όχι μόνον μ’ έφεραν στην ζωή, αλλά και που μου ομόρφυναν την ζωή μου. Το στίγμα τους σε κάθε έκφανση της ζήσης μου, καταλυτικό! Αφού σκέφτομαι, πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ίσως θα έπρεπε να κρεμάσω και τις δικές της φιγούρες, σαν ένα μικρό «ευχαριστώ» για τον τόσο πολύτιμο θησαυρό που φώλιασαν στην καρδιά μου. Είναι τα δύο δικά μου πρωτοχρονιάτικα, αξέχαστα, πολυαγαπημένα ξωτικά! Και ο πολύτιμος θησαυρός δεν τελειώνει ποτέ. Είναι σφυρηλατημένος από το πιο γερό ατσάλι αγάπης και ονείρου που θα γεμίζει πάντα την ψυχή με ανεκτίμητα διαμάντια θαλπωρής και προσφοράς.

Το κις λορέν το έφτιαξα απογευματάκι, έτσι ώστε η μοσκοβολιά του να γεμίζει όλο το σπίτι. Κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς που τα κορίτσια μου ξεκουράζονταν για λίγο (μέναμε ακόμα μαζί), έγραφα ένα ποίημα έχοντας στον φούρνο πάλι ένα κις λορέν. Η ώρα προχωρημένη όταν χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η μαμά ενός μαθητή μου, του καλοσυνάτου Νίκου, η κυρία Σία Σολωμού. Μου άφησε ένα κουτάκι, με φίλησε, με ευχήθηκε κι έφυγε να πάει σε κάτι γνωστούς της για ρεβεγιόν.

«Ήξερα ότι θα περνούσαμε από τον δρόμο σου. Πετάχτηκα να σου δώσω κάτι με όλη μας την αγάπη και τις ευχές μας. Δεν κάθομαι, γιατί με περιμένουν κάτω στο αυτοκίνητο! Καλή χρονιά κυρία Πολυάνθη! Τι ωραίο δέντρο! Το σπίτι σας μοσκοβολάει! Χρόνια Πολλά!». Τα λαμπιόνια, η ευωδιά, οι ευχές, ο απρόσμενος επισκέπτης με την ταφταδένια καρό εντυπωσιακή μπλούζα, έμπλεξαν σ’ ένα γιορταστικό, φωταγωγημένο γαϊτανάκι. Στο κουτάκι ξεκουράζονταν ένα ζευγάρι ασημένια σκουλαρίκια μ’ ένα σημείωμα γεμάτο θερμές ευχές. Κοίτα πού σε πάει ο νους… Είμαι τυχερή γιατί πολλά παιδιά μου, παλιοί μαθητές μου μ’ έχουν επισκεφθεί στις γιορτές μεταφέροντάς μου την αγάπη τους και τις κοινές μας αναμνήσεις (γι’ αυτά έχω γράψει αναλυτικά άλλες φορές). Όπως προχθές που χτύπησε η πόρτα και ανέβηκε ο Στέφανος Τσερνάκης και η Σταματία Κοντονικολάου, χαρίζοντάς μου απίστευτη χαρά και ευτυχία «Όπως το έχετε στολίσει κυρία Πολυάνθη, είναι το σπίτι των Χριστουγέννων!» είπαν και οι δυο τους και δεν κατάλαβα πότε πέρασαν τέσσερις ώρες! Και τι δεν είπαμε… Και τι δεν θυμηθήκαμε... Και για ποιους παλιούς μαθητές μου δεν μιλήσαμε! Από τον ξανθόμαλλο Πάνο Στεργίου, τον Αντρέα Πυρομάλλη, μέχρι τον τρυφερό Τάσο Χειμαδιό, την Κατερίνα Μαντζώρου, την Στεφανία Κώτση, την Ισιδώρα Γραμματικοπούλου, την Βίκυ Σασών, την Πέρσα, τον Φώτη, την Σοφία, την Χαρά, τον Χάρη, τον Νίκο, την Αλεξάνθη, την Ευγενία, την Ρωξάνη, την Κωνσταντίνα, την Ματίνα, την Κλαίρη, τα αδερφάκια Αβαρκιώτη και ένα σωρό άλλους, αστέρια μοναδικά στην ευτυχή ζωή μου ως δασκάλα. Λεβέντης κύριος πια ο καλός μου Στέφανος, κούκλα αδιαμφισβήτητα η τρυφερή μου Σταματία… Και τούτη την Παρασκευή, περιμένω την Άλκηστη Σταμούλη με την Ντέμη, αδελφούλες, από άλλη φουρνιά μαθητών. Ψυχολόγος η μία, ψυχίατρος η άλλη, θαυμάσιες κοπέλες και άξιες κόρες.

Καμιά φορά ακούω μια φωνή να λέει: «Ό,τι είχες να δώσεις, το έδωσες. Ό,τι είχες να διδάξεις, το δίδαξες… Τώρα είσαι σιωπηλός παρατηρητής του ωραίου…»

Η τελευταία πρόταση νομίζω είναι η παγίδα. Αυτή που με παίρνει από κάτω, διότι τελικά τίποτε δεν έχει σταματήσει. Απόδειξη η 1η του χρόνου που ήρθε η Ελπίδα με την οικογένειά της όπου φάγαμε, γελάσαμε και περάσαμε υπέροχα ή η 6η Ιανουαρίου που ανέβηκα για τον μικρούλη εορτάζοντα εγγονό μου που, και πάλι περάσαμε μαγευτικά.

Άρα εκείνον που πρέπει να παλέψω, είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Αυτός που συχνά διπλώνει τα φτερά του μη θέλοντας να προσαρμοστεί στα καινούρια δεδομένα και στα λευκά χρόνια που έρχονται. Ξέρω τι γίνεται, το μόνο που χρειάζεται είναι να βρω την δύναμη να του αντισταθώ και να ενεργοποιήσω τις ψυχικές μου δυνάμεις με το να μην τις αφήσω να πέσουν στην αδράνεια και στην μελαγχολία. Όπλα γύρω μου για να σηκώσω το κεφάλι, ένα σωρό: τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, οι μαθητές μου, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα λαμπιόνια, τα αστέρια, οι κάρτες, οι αφιερώσεις, το γράψιμο, τα ζωάκια, η καλή φήμη.

Μόνο που καμιά φορά με πιάνει το παράπονο. Δεν θα ξαναδιδάξω από την έδρα. Δεν θα είμαι εγώ η πυργοδέσποινα των Χριστουγέννων! Λίγες φορές πια θα γιορτάσουμε τη αλλαγή του χρόνου στο σπιτικό μου με όλο το παραμύθι που την πλημμυρίζει, την ελπιδοφόρα, ξεχωριστή βραδιά… Τώρα το σκήπτρο πέρασε στη νέα γενιά. Πάει, χάθηκε η εποχή της λεπτής σιλουέτας των 62 κιλών… Δεν θα είμαι πια η μαμά- κλώσσα...

Θα μου πεις κύκλος είναι η ζωή κι όλα αυτά αναμενόμενα. Μεγαλώνουμε, αποκτάμε εγγόνια, παίρνουμε σύνταξη, γεμίζει η μέση, έχουμε περισσευούμενο χρόνο. Ίσως δεν είμαι η παραδοσιακή γιαγιά. Ίσως οι αποστάσεις απ’ τα παιδιά μου πλέον με δυσκολεύουν, τις μέρες όμως που κυριαρχεί η αισιοδοξία, νιώθω αλλιώτικα. Όλα μου φαίνονται πιο όμορφα, πιο γαλανά πιο διάφανα κι ευχαριστώ τον Θεό για όλα όσα μου έχει χαρίσει: υπέροχες αναμνήσεις, καλά παιδιά, φωτεινές δημιουργικές στιγμές. Και αν καμιά φορά πέφτω σε γκρίζα στρώματα, ευτυχώς που έχω τη δύναμη να ξαναβγώ στον γαλάζιο ορίζοντα. Είμαι σε πολύ καλή θέση… Αν σκεφτείς πόσοι ζουν εντελώς και ουσιαστικά μόνοι… Πόσοι δεν γιορτάζουν τις Άγιες Ημέρες χωμένοι στην μοναξιά τους… Πόσοι δεν ακούν το κουδούνι του σπιτιού ή το τηλέφωνό τους να χτυπά… Πόσοι περνούν με 400€… Πόσοι δεν έχουν από πουθενά ένα ζεστό χέρι στα γεράματά τους… Πόσοι δεν ζουν, απλά επιβιώνουν…

Τι φοβάμαι; Τον χρόνο… Τι επιφυλάσσει; Μακάρι όλα να έρθουν δεξιά. Μακάρι να μη διαταραχθεί η πολύτιμη ρουτίνα μας. Μακάρι να προσαρμοστώ επιτέλους στα νέα δεδομένα. Να φύγει η ανασφάλεια που νιώθω. Ελπίζω ότι τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο… Θα το παλέψω και ίσως αποδεχτώ ότι και τα δεύτερα – ήντα είναι καλοδεχούμενα και κρύβουν πολλές εκπλήξεις, πολλές ευκαιρίες, δημιουργία και χαρές. Αρκεί ν’ αποφασίσω να είμαι παρούσα, να είμαι εκεί ….

(Εμφανίσεις filonas.gr: 309)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου