Σκηνές χαράς
Ο μικρός αδελφός:
Θα μου δώσουν το όνομα ενός μεγάλου αγίου και αυτοκράτορα, εντός ολίγου, απ’ ό,τι καταλαβαίνω από τις κουβέντες που γίνονται γύρω μου. Είμαι ο μικρός της οικογενείας. Ο μεγάλος αδελφός μου, επισύρει τον θαυμασμό, καθ’ ότι είναι φοιτητής στα προνήπια! Πηγαίνει καθημερινά στο σχολείο του, εδώ στην Καλαμάτα και όποτε επιστρέφει σπίτι όλο και κάτι καινούργιο έχει να μας αναφέρει: Ότι η άνοιξη είναι το ξαδερφάκι του φθινοπώρου, ότι ο Χριστούλης την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί, ότι ο Πετρόμπεης τους επισκέφθηκε πριν τον Ευαγγελισμό (!), έκατσε κοντά στη δασκάλα του και τους μίλησε για το 1821… Ο αδελφός μου είπε ότι ήταν καλός, αλλά εκείνος λατρεύει τον Κολοκοτρώνη. Κι όταν πήγαμε στην αναπαράσταση της Επανάστασης που γίνεται στην πόλη, φώναζε με ενθουσιασμό βλέποντας τους αγωνιστές να έρχονται περήφανοι πάνω στα άλογά τους!
Τραγούδησε και τον Εθνικό μας Ύμνο, ενώ εγώ τον κοίταζα κατάπληκτος από τις τόσες γνώσεις του! Η μαμά λέει ότι διανύει την εποχή που όλα τα παιδάκια ζουν στην φαντασία. Πάντως, ο αδελφός μου διατυπώνει με πολλή σιγουριά πως πάλεψε δίπλα στον Παπαφλέσσα και κυνήγαγε τους Τούρκους στην θάλασσα με ένα καΐκι που είδαμε προχθές στην παραλία…
Τον ακούω με τεράστιο ενδιαφέρον και ανυπομονώ να πάω κι εγώ σ’ αυτό το περιβόητο σχολείο όπου μαθαίνουν τόσα πολλά. Το αδέρφι μου τον λένε Δημήτρη αλλά όταν η μαμά τον χαϊδεύει, τον φωνάζει Δημητράκη. Η μαμά έχει το ίδιο όνομα με την δασκάλα του, την οποία υπεραγαπά. Τις λένε και τις δύο Αλίκη, όμως η μαμά μας τελευταία θέλει να χάσει κάποια κιλά και εγώ αναρωτιέμαι: Γιατί αφού τα έχει πρέπει να τα «χάσει»; Για να ψάχνει μετά να τα ξαναβρεί; Δεν το καταλαβαίνω! Σπίτι μας γίνεται αλλιώς: «Δημητράκη! Πού έχασες το αυτοκινητάκι σου; Ψάξε να το βρεις και φρόντισε να μην ξαναχάνεις τα πράγματά σου!». Με τα κιλά δηλαδή δεν γίνεται το ίδιο; Αχ… Είμαι τόσο μικρός! Βρίσκομαι πάνω στον πλανήτη Γη μόνον ενάμιση χρόνο… Πού να τα καταλαβαίνω όλα… Πάντως ό,τι μου λένε, το αντιλαμβάνομαι, αλλά δεν μπορώ να τα πω με την δικιά τους γλώσσα!
«Μάτια μου, μου φέρνεις το βιβλίο απ’ το τραπέζι;».
«Νια ααα…» και τρέχω και το φέρνω!
«Μωρό μου θέλεις να πάμε βόλτα;»
Και τρέχω στην πόρτα, αρπάζω το χερούλι τραγουδώντας:
«Ααα…ααα…γιαα…», ο μεθερμηνευόμενο σημαίνει: «Και βέβαια θέλω βόλτα! Και τώρα μάλιστα! Μην αργείτε!…».
Πού θα πάει; Σε λίγο καιρό θα μιλώ απταίστως την ελληνική, την οποία όμως καταλαβαίνω πλήρως!...
Προχθές ήρθαμε στην γιαγιά μας στην Αθήνα. Πριν λίγες μέρες είχαμε ξανάρθει, οπότε συγκράτησα την μορφή της. Γέλια, χαρές στην αντάμωση! Τη μερίδα του λέοντος στα χάδια την πήρε ο αδερφός μου. Εγώ από ένα σημείο και μετά ένιωσα πιο ασφαλής στην αγκαλιά του ψηλού πατέρα μου! Από τέτοιο ύψος, η σιγουριά μου εδραιώνεται αν και παραλίγο να την χάσω με την εμφάνιση των γάτων της μαμάς της μαμάς μου.
Ο εις εξ αυτών, βλέποντάς μας έτρεξε και κρύφτηκε κάτω από την κουβέρτα στο κρεβάτι της γιαγιάς. Ένας λοφίσκος υποδήλωνε την κρυψώνα του, από την οποία ξετρύπωνε μόνον όταν εμείς οι επισκέπτες βγαίναμε βόλτα. Αυτός είναι ο ωραίος, ο Πάρης. Ο Ερμής είναι πολύ πιο κοινωνικός. Δεν πρόλαβα να πατήσω στο πάτωμα κι ήρθε να με μυρίσει. Η μαμά είπε ότι είναι καλό γατί κι εγώ λαβών θάρρος μέγα, τον καμάρωσα στο κεφάλι, στα μουστάκια, αλλά όταν θέλησα να παίξω μαζί του κυνηγητό, άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω, ώσπου βρήκε, προστασία στους ώμους της γιαγιάς! Και μετά ήρθε το όνειρο. Παρατήρησα τριγύρω… Καλέ αυτό δεν είναι σπίτι! Είναι έκθεση δώρων!
«Μαμά, έλα να μεταφέρουμε το τραπέζι του σαλονιού στη βιβλιοθήκη και μάζεψε ό,τι σπάει».
«Τα άφησα για να δείτε το σπίτι στολισμένο. Πώς σας φαίνεται;».
«Υπέροχο! Τώρα έλα να μαζέψουμε και φέρε την χαρτοταινία να κλείσω τις συρόμενες πόρτες ώστε να απομονωθούμε σ’ ένα δωμάτιο, γιατί ούτε μπορώ να τρέχω τα παιδιά γύρω-γύρω, ούτε επιτρέπεται να τους λέω συνέχεια: Μη ετούτο, μη το άλλο. Θα τους σπάσω τα νεύρα και είναι κρίμα».
Όντως. Το τραπέζι μεταφέρθηκε, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει όμως με την όλη, υπόλοιπη διακόσμηση. Στο σχέδιο που άρχισε να καταστρώνεται στο κεφάλι μου, διαπίστωσα ότι θα είχα γερό σύμμαχο τον μεγάλο μου αδερφό! Οι συνωμοτικές κινήσεις θ’ άρχιζαν σποραδικά ώσπου να έρθει η στιγμή της τελειωτικής, κυκλωτικής κίνησης και της απρόβλεπτης επίθεσης! Δεν βιαζόμαστε άλλωστε! Θα κάνουμε Πάσχα εδώ!
Ο μεγάλος αδελφός:
Ξανάρθαμε στη γιαγιά! Τις προάλλες στεναχωρέθηκα γιατί φύγαμε πολύ γρήγορα, τώρα όμως θα καθίσουμε πιο πολύ! Θα δω και τα ξαδέρφια μου! Τον Μιχαήλ Άγγελο και τον σχεδόν συνομήλικό μου Ηρακλή-Φωτεινό. Είναι τα παιδιά της αδελφής της μαμάς μου, της θείας Ελπίδας και του Νονού Λευτέρη! Αν εγώ είμαι μεγάλος, ο Μιχαήλ Άγγελος είναι πολύ μεγάλος! Πάει Β΄ Δημοτικού και δείχνει πολύ προστατευτικός με τον μπέμπη μας.
Με τον Ηρακλή Φωτεινό έχουμε μια σχέση αγάπης και… λιγότερης αγάπης! Εκεί που παίζουμε ήρεμα, να ’σου και ο καυγάς! Και μετά οι φωνές, οι σπρωξιές, οι θυμοί, τα κλάματα! Έρχονται οι γονείς σαν Ειρηνευτική Δύναμη να μας φιλιώσουν. Ή τα καταφέρνουν ή τραβάει η διαμάχη σε μάκρος, ώσπου βαριόμαστε, το ξεχνάμε, ξανασμίγουμε μέχρι να… ξανατσακωθούμε! Τα αίτια – για μένα – πολύ σοβαρά!
«Ηρακλή γιατί να σου δώσω το παιχνίδι; Πρώτος το πήρα!»
«Είναι δικό μου! Δώστο μου πίσω!»
«Όχι, δεν στο δίνω! Α! Γιατί με χτυπάς; Να, πάρε μία κι από μένα!»
«Μαμά! Ο Δημητράκης με βαράειειειει!!!»
«Όχι θεία, αυτός ξεκίνησε πρώτος! Κι εγώ πόνεσα! Ουάάάάά!!!»
Πιστεύω ότι εκφράζομαι σωστά, όμως όπως διατείνονται όλοι, ούτε ο Ηρακλής, ούτε εγώ λέμε το ρ σε όλες τις λέξεις. Οπότε η γιαγιά τρελαίνεται να μας ακούει, διότι λέει ότι ακουγόμαστε κάπως έτσι:
«Δεν στο δίνω Δημητλάκη! Πάλε άλλο παιχνίδι!»
«Όχι! Εγώ πλώτος το πρωτόπιασα! Δώσ’ το μου!»
«Θα σε βαλέσω! Πάλε μία στην κεφαλή σου! Μη! Μη με βαλάς!»
«Εσύ γιατί με βάλεσες; Θα σε βαλέσω γιατί όλο με στενοχωρείς! Ααααα! Μαμάαααα! Με τσαναβάρεσε!»
«Όχι, θεία Αλίσια! Τον βάλεσα μία φολά! Είσαι ψεύτης!»
«Δεν είμαι φπσιεύτης! Εσύ λες φπσέματα! Εγώ δεν λέω!»
Κι ενώ διαδραματίζονται όλα τούτα, ο μικρός μου αδελφός πάει δίπλα στον μπαμπά και στον θείο Λευτέρη να πει τη δικιά του εκδοχή. Μιλά κάνοντας έντονες χειρονομίες και υψώνοντας την φωνή του σαν τη δική μας.
«Μπα…..γιααααα…..Νιεεεε…..Οοοο! Αμπαμπα……. Γιαααα! Για!»
«Κοιτάξτε τον! αναφωνεί η θεία Ελπίδα. Μας μαλώνει όλους! Κοιτάξτε έκφραση προσώπου! Μας βρίζει κανονικά! Δέστε τα χεράκια του πως τα κουνάει! Βρε τον Σουηδό! Όλα τα καταλαβαίνει!...»
Λένε τον αδελφό μου Σουηδό, γιατί είναι κατάλευκος, ροδοκόκκινος, κατάξανθος σαν χρυσαφένιος! Μια φορά η γιαγιά κοίταζε τις φωτογραφίες που έχει κολλήσει η θεία Ελπίδα με μαγνητάκια στην πόρτα του ψυγείου της και ρώτησε:
«Αυτό το κατάλευκο, αχυρένιο μωρό ποιο είναι;»… Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για τον μικρό εγγονό της που ξεχωρίζει από τις επί του ψυγείου - πράγματι - ωραιότατες φωτογραφίες μας…
Όλα μπαίνουν σε κάποια τάξη, όταν κατεβαίνουν από τον επάνω όροφο τα παιδιά της αδελφής του Νονού Λευτέρη. Ο Σταμάτης είναι πάάάάρα πολύ μεγάλος! Πάει Δ΄ Δημοτικού. Η γιαγιά λέει ότι απ’ την ημέρα της βάφτισής του, είχε διακρίνει πάνω του μια μεγάλη στωικότητα. Σήμερα ο Σταμάτης είναι ο αρχηγός της ομάδας και ο Μιχαήλ Άγγελος του έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Πάλι η γιαγιά λέει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ που στα πρώτα γενέθλια του Μιχαήλ, μόλις μπήκε η θεία Αργυρώ με τον θείο Δημήτρη, πλησίασε ο Μιχαήλ Άγγελος τον γιο τους τον Σταματάκο, τον αγκάλιασε σφιχτά και δεν τον άφηνε από την αγκαλιά του! Μια αγάπη κι ένας θαυμασμός που διαρκεί. Έχουν δεθεί πολύ γιατί μένουν στο ίδιο κτήριο. Κάτω ο παππούς, στη μέση ο Λευτέρης, πάνω η Αργυρώ. Έτσι, βλέπονται συνεχώς, κάτι που δεν μπορεί να γίνει μ’ εμάς, μιας και μένουμε στην Καλαμάτα. Εγώ νιώθω τη διαφορά κι εκεί που πάνε όλα να κυλήσουν ομαλά, πρέπει εμείς να ξαναφύγουμε…
«Θα μου λείψεις! Μου ψιθύρισε ο Ηρακλάκος όταν φεύγαμε την τελευταία φορά και η μαμά Αλίσια πώς δεν έβαλε τα κλάματα!
Όταν μεγαλώσουμε ίσως γίνουμε τόσο αγαπημένοι, όσο είναι οι ίδιοι οι πατεράδες μας. Προχτές παλεύανε σαν μικρά παιδιά, αλλά δεν έπεσε κανείς τους!
«Σαν κριάρια κάνετε!» κακάρισε η θεία Ελπίδα, ενώ όλοι σκάγανε στα γέλια!
Στο σπίτι της θείας Ελπίδας παίζουμε με τα παιχνίδια των ξαδέλφων μας, μπορεί να τσακωνόμαστε λίγο, δεν βλέπουμε όμως κάτι να μας κινήσει ιδιαίτερα την προσοχή μας. Ενώ στο σπίτι της γιαγιάς, ξεχνάμε τα δικά μας και θέλουμε ν’ ασχοληθούμε με τα όσα θαυμαστά, μπιρμπιλωτά, χρωματιστά αιχμαλωτίζουν το μάτι μας… Βλέπετε, όλα γύρω είναι σκέτος πειρασμός!
«Η γιαγιά είπε όχι Δημητράκη! Δεν θέλει να της πειράζεις τα πράγματά της!»
«Δεν θα τα σπάσω! Θα προσέτσω! Α! Τι ωλαία κοτούλα!»
«Σπάει, είναι από πηλό…»
«Θα προσέτσω! Έλα εδώ αδεφάκι! Μια κοτούλα! Οοοοο! Έσπασε! Ο Κωνσταντίνος έτρεξε και μου το έριξε απ’ το χέρι! Δεν φταίω εγώ!»
Ο μπαμπάς είχε όρεξη ν’ αστειευτεί:
«Πάει! Το πουλάκι Τσίου, βζζζζζτ! Έσπασε!»
Μα η γιαγιά είχε άλλη γνώμη.
«Δημητράκη μου, να μαζέψουμε τα κομμάτια και να την κολλήσουμε. Έχω κόλλα κρυσταλλιζέ! Δεν φαίνεται. Πριν χρόνια ο Μιχαήλ Άγγελος είχε κάμει το ίδιο σ’ ένα κοτοπουλάκι της. Μα το κόλλησα! Να! Το βλέπεις;»
Μαζέψαμε τα κομμάτια και μετά από κάποια ώρα, η πορτοκαλιά μαμά κότα, ξαναπήγε δίπλα στα μικρά της, αν και στο ένα φτερό έχει κάποιο ελάττωμα.
«Δεν πειλάζει: Θα πάλουμε άλλο! Ε, γιαγιά;»
«Μην ανησυχείς! Μια χαρά είναι όπως είναι. Πρόσεχε όμως τώρα…»
Τι να προσέξω; Εύκολο το ’χεις; Εγώ ήθελα όλα να τ’ ακουμπήσω, να τα περιεργαστώ από κοντά και το κυριότερο, να τους αλλάξω θέση! Να τα βάλω βρε αδελφέ με κάποιο άλλο στιλ! Κι εχθές, βρήκα την πόρτα της βιβλιοθήκης ανοιχτή, όπου έχουν μεταφέρει το τραπέζι του σαλονιού. Αλληλούια! Τι ευτυχία Θεέ μου!
Γονάτισα μπροστά του και κοίταξα έκθαμβος τα άπειρα «διακοσμητικά», όπως τα λέει η γιαγιά. Αμέσως έφτιαξα την δικιά μου ιστορία και όλα ζωντάνεψαν μπροστά μου! Πήρα το σπιτάκι σε σχήμα τσαγέρας κι έκανα πως σερβίρω σ’ ένα μικροσκοπικό ποτηράκι. Κατόπι άνοιξα στη μέση τα τέσσερα γυαλιστερά με ζωγραφιές ψεύτικα αυγά και τα γέμισα με τα μικρούλια αυγουλάκια που αναπαυόντουσαν σε ένα κρυστάλλινο δισκάκι! Έβαλα το γυάλινο σταφύλι μπροστά, γιατί έλαμπε καθώς το ακουμπούσε το φως του ήλιου και ήθελα να λάμπει συνέχεια. Έφτιαξα μια υπέροχη ιστορία όπου τα κοτοπουλάκια πήγαιναν εκδρομή πάνω στο χαρούμενο με λαγούς τραπεζομάντηλο. Άλλαξα τελείως την διαρρύθμιση και όταν η μαμά με βρήκε, η γιαγιά αρκέστηκε να πει με ανακούφιση: «Ευτυχώς, δεν έγινε καμία ζημιά!». Αναθαρρεύοντας, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου κι έφερα από τη βιβλιοθήκη στη γιαγιά καταχαρούμενος ένα περίεργο πλοίο, ένα λεπτεπίλεπτο παγώνι και μια μικρούλα τόση δα τσάντα! Όλα γυάλιζαν από τις πετρούλες που έχουν πάνω της!
«Δημητράκη, βάλ’ τα όλα στη θέση τους κι έλα να σου πω γι’ αυτό το πλοίο. Αυτά δεν είναι παιχνίδια και σπάνε εύκολα».
«Είναι διακοσμητικά γιαγιά;»
«Ναι λεβέντη μου! Έμαθες κι αυτή τη λέξη! Μπράβο! Έλα να σου πω…»
Και η γιαγιά μού ’πε για τις τριήρεις. Μού ’δειξε τα κουπιά των κωπηλατών. Μου εξήγησε ότι όσοι εργάζονται στα καράβια λέγονται ναυτικοί, γιατί στα αρχαία χρόνια, το πλοίο λεγόταν ναυς.
«Όπως και το αλάτι, προέρχεται από την λέξη αλς, που σημαίνει θάλασσα. Βλέπεις Δημητράκη μου ότι η γλώσσα μας έχει μνήμη. Δεν ξεχνά. Άπειρες λέξεις μας δείχνουν την συνέχεια της γενιάς μας, που έχει μια μεγάλη ιστορία, όση από εδώ έως το σύμπαν!»
Άνοιξα τα χεράκια μου.
«Τόόόσο μεγάλη γιαγιά; Από ’δω ως τα σύννεφα και τον ήλιο; Και πιο ψηλά απ’ τον ήλιο; Ως τον ουρανό;»
«Ναι αγόρι μου, κάτσε τώρα να σου δείξω κάτι»
Έφερε τρία βιβλία. Στο ένα μου είπε για κάποιους παλιούς εχθρούς, τους Πέρσες. Μπερδεύτηκα, εγώ ήξερα μόνο τους Τούρκους. Στα άλλα δύο βιβλία όμως μου έδειξε και τους Τούρκους! Να ο αγαπημένος μου Κολοκοτρώνης! Να και ο Πετρόμπεης, που έτσι ντυμένος ήρθε τις προάλλες στον Παιδικό Σταθμό, μας έβαλε γύρω του και μας μίλησε! Να και η Μπουμπουλίνα! Μου είπε και για τον Κανάρη που νικούσε στη θάλασσα.
«Εγώ γιαγιά πολέμησα δίπλα στον Νικηταρά! Α! Αυτός είναι; Ήμουν μεγάλος καπετάνιος, φίλος του!»
Όταν τελικά άφησα στο ράφι το γυαλιστερό αρχαίο πλοίο, με το μυαλό μου έβλεπα τους ανθρώπους που ήταν στην κοιλιά του και τραβούσαν κουπί. Στη μικρή τριήρη έβλεπα μόνο τα κουπιά. Με το μυαλουδάκι μου όμως, έβλεπα ακόμα και τους πολεμιστές που θα ήταν πάνω στο κατάστρωμα, έτοιμοι για μάχη!
Από τότε πήρα θάρρος. Την άλλη φορά, επέκτεινα τις δραστηριότητές μου.
«Δεν θ’ ανοίξεις την βιτρίνα. Βλέπεις απ’ το τζάμι ό,τι θέλεις». Άδικα προσπάθησα. Συνάντησα σθεναρή αντίσταση πανταχόθεν…
Αχ και να έπιανα τις δύο νεραϊδούλες. Και τον Άγιο Βασίλη και το κηροπήγιο με τα δύο ποντικάκια και το γραφείο με τις δύο γατούλες… Μάταιος κόπος. Έτσι στράφηκα στην εταζέρα του χολ, στα δύο πλαϊνά μικρά τραπεζάκια του σαλονιού, στο κομό και στις ραφιέρες!
Σύμμαχός μου ο αδερφός μου! Είναι ώρες-ώρες που θέλω να του τις βρέξω όταν φωνάζει, αλλά τις περισσότερες φορές τον αγαπάω. Αυτός δε, με λατρεύει! Έτσι συνεννοηθήκαμε πλήρως! Εγώ στην ραφιέρα, αυτός στην εταζέρα. Εγώ στο κομό, αυτός στα τραπεζάκια ή στο έπιπλο της τηλεόρασης. Υπάρχουν γύρω μας τόσα μπιχλιμπίδια, που μπορείς να φτιάξεις απίθανες ιστορίες κι εσύ να είσαι ο ήρωας.
«Μη μου το παίρνεις! Είναι το κόκκινο ποτήρι του βασιλιά! Κάνω ότι πίνω νερό! Το προσέχω!»
«Άσ’ τον Αλίσια, αλλά αυτό Δημητράκη στη θέση του. Ε!.... Τι είναι μπεμπάκο μου; Τι μου έφερες; Τη φωλίτσα του πουλιού; Να τη βάλουμε λίγο ψηλότερα; Ωραία! Και τι άλλο κρατάς; Βρε! Είναι βαριά αυτή η γυάλινη σφαίρα! Θα πονέσουν τα ποδαράκια σου αν πέσει πάνω. Αλίσια, δεν τα προλαβαίνω… Αλλά καταλαβαίνω ότι τρελαίνονται μ’ αυτά τα μικρούλια πραγματάκια. Μη βάλουν όμως τίποτα στο στόμα τους…»
Μία, δύο, τρεις μέρες… η γιαγιά το πήρε απόφαση. Η διακόσμηση ήταν πλέον δικό μας έργο. Κάποια «επικίνδυνα» αντικείμενα τα έβαλε ψηλά. Όλα τ’ άλλα όμως αποτέλεσαν αιτία για πλέξιμο φοβερών ιστοριών! Το βράδυ έβρισκε το συρτάρι από τη μικροσκοπική συρταριέρα μέσα στην ξηρή τροφή των γάτων – έργο του αδελφού μου. Τις γυάλινες μπάλες κάτω από τον καναπέ – έργο δικό μου, για να μην τις πάρει ο κουρσάρος! – παιδάκια πλέιμομπίλ μέσα στην αυγοθήκη – έργο και των δυο μας – παπούτσια μας, καρότσι στα κεντρικότερα σημεία του χολ και του σαλονιού – για να μην τα ψάχνουμε…
Και ψίχουλα… παντού ψίχουλα! Σκούπιζαν διακόσιες φορές την ημέρα, αλλά έτσι κι έπαιρνε ψωμί ή κουλούρι στα χέρια ο Κωνσταντίνος (έτσι θα πούμε τον αδερφό μου), μόνο ηλεκτρική σκούπα έσωζε την κατάσταση. Μία φορά είπε η γιαγιά, να καλέσει μέσα μερικά περιστέρια για να φάνε και να καθαρίσουνε το πάτωμα, αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση, δεν το έκανε!
«Σας κάνουμε άνω κάτω όποτε ερχόμαστε, ε, πεθερούλα μου;»
«Τι λες Παναγιώτη μου! Ζούμε σαν άνθρωποι όποτε έρχεστε εσείς ή όποτε κατεβαίνει η Ελπίδα με την οικογένειά της. Τις άλλες μέρες απλώς υπάρχουμε! Άσε που όταν φεύγετε μου αφήνετε δουλειά δυο ημερών, ώσπου να επαναφέρω το σπίτι στα καλά του και με την απασχόληση ξεχνιέμαι!»
«Οπότε, γυναικούλα μου, άσε τα παιδιά να δράσουν!»
«Η μαμά καταλαβαίνει. Παιδιά είναι… Μπορούμε να κάνουμε και διαφορετικά;»
Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσαν να κάνουν μπρος στον εξερευνητικό οίστρο μου! Μια μέρα ο μπαμπάς έφερε στη γιαγιά δύο σκουλαρίκια της και της είπε συνωμοτικά: «Εγώ, δεν ξέρω… Πηγαίνετε στην κρεβατοκάμαρά σας …»
Η γιαγιά ήρθε, μα πριν μιλήσει, η μαμά φώναξε: «Δεν κάνουν τίποτα! Απλώς στα έχουν αδειάσει όλα! Έχουν απορροφηθεί! Δεν τα αφήνεις;»
Η γιαγιά έριξε μια ματιά και… μας άφησε! Ο Κωνσταντίνος είχε βγάλει από μια μπιζουτιέρα, δώρο μιας μαθήτριας της γιαγιάς, της Κατερίνας, όλους τους κολιέδες και τους είχε απλώσει στο κομοδίνο. Εγώ άνοιγα κάτι κομψά κουτιά στο άλλο κομοδίνο και μετρούσα τσιμπιδάκια, λουλούδια, στρογγυλές πετρούλες. «Αυτά είναι επικίνδυνα. Αν τα καταπιεί κάποιο παιδί;» Κι ήρθε και μας τα πήρε. Εμείς συνεχίσαμε απτόητοι.
«Νιε…Νιε…Να…» Ο Κωνσταντίνος έδειχνε στη γιαγιά ένα μικρό πινέλο και μετά το ακούμπησε στο μάγουλό του, όπως είχε δει να κάνει η μαμά σαν βαφόταν. Μετά πήρε ένα ψεύτικο γοβάκι κι έτρεξε στην κουζίνα. Ο μπαμπάς τον έφερε σηκωτό, γιατί λέει τον βρήκε κάτω απ’ το τραπέζι που είναι τα μπολ των γάτων, να τρώει από την ξηρά τροφή τους! Ε, και; Πριν λίγο με τσάκωσε η γιαγιά να ξεπλένω ένα ψεύτικο αχλάδι, στο μπολ με το νερό των γάτων! Μας μάλωσαν και τους δυο, αλλά δικαίως αναρωτιέμαι πότε θα πάψουν να μας ελέγχουν, την στιγμή που ζούμε την συναρπαστική εποχή των ανακαλύψεων! Καταλαβαίνω ότι ενδιαφέρονται για το καλό μας, επειδή όμως είμαστε αυτό που δηλώνει το όνομά μας «Παιδιά», υπομονή να έχουν, εφ’ όσον ξέρουν πολύ καλά ότι το να τους παιδεύουμε έστω και άθελά μας, είναι η ίδια η υπόστασή μας! Αυτό ελπίζω να το γνωρίζουν όλοι οι γονείς και να δείχνουν την επιβεβλημένη υπομονή, μαζί με συνεχή και διαρκή επαγρύπνηση, χωρίς εκνευρισμούς, αλλά με απέραντη τρυφεράδα και αγάπη!
Στεναχωριέμαι που πλησιάζει η ημέρα που θα ξαναποχωριστώ από τα ξαδέλφια μου. Φέτος γιορτάσαμε τα γενέθλιά μου όλοι μαζί, στο σπίτι της θείας Ελπίδας. Μου έφεραν θαυμάσια δώρα! Και στην Ανάσταση, έφερα το Άγιο Φως στο σπίτι της γιαγιάς! Μου άρεσε πολύ η πρώτη Ανάσταση το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Ο παπά Βαρναβας, Αρχιμανδρίτης στο ναό του Αγίου Ελευθερίου στου Γκύζη, έδωσε τα ρέστα του! Η εκκλησία σειόταν από δυνατούς κρότους σχεδόν ένα τέταρτο! Όταν βγήκε φωνάζοντας «Ανάστα ο Θεός» και πετούσε δαφνόφυλλα, η γιαγιά έβαλε τα κλάματα και μας φίλησε όλους. Κάποια στιγμή κουράστηκα και μη έχοντας τι να κάνω, σήκωσα το πουλόβερ της μαμάς! Αυτή τα έχασε, κάποιοι χαμογέλασαν πλατιά-πλατιά κι εγώ ησύχασα μόνον όταν η μαμά με πήρε στην αγκαλιά της, οπότε την έσφιξα πολύ-πολύ δυνατά. Κοινωνήσαμε όλοι και η γιαγιά είπε ότι ήταν όλα μία μαγεία!
Ένα πρωί με ρώτησαν αν βλέπω όνειρα κι αν χθές το βράδυ κάτι με τρόμαξε στον ύπνο μου. Είπα όχι. Όχι σε όλα. Δεν με τρόμαξε τίποτε, ούτε θυμάμαι να είδα κάποιο όνειρο. Για μένα είναι όλα ωραία, εφ’ όσον ο μπαμπάς, η μαμά και ο μικρός αδελφός μου είναι πάντα δίπλα μου και με αγαπούν τόσο πολύ.
Μικρός αδελφός:
Χθες το βράδυ ξύπνησα από τα κλάματα του Δημητράκη. Όλοι αναστατώθηκαν. Ο αδερφός μου κοιμισμένος φώναζε: «Μη μου πειράζεις τα μαλλιά!». «Άσε με!». «Φοβάμαι!».
Μπαμπάς, μαμά, γιαγιά, προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν, αλλά ο Δημήτρης μου, τίποτε. Κοιμισμένος έκλαιγε πολύ. Οπότε ξύπνησα κι εγώ! Ώρα Ελλάδος 3.30 π.μ.! Ο μπαμπάς ανέλαβε τον Δημήτρη και η μαμά εμένα. Ξαγρύπνησα για τα καλά! Όταν όλα είχαν ηρεμήσει, εγώ να δεις χαρές, γέλια και όρεξη που είχα! Αποκοιμήθηκα στις 7 το πρωί! Και τότε έπεσε ξερή και η μαμά! Ο μπαμπάς την άφησε να κοιμηθεί ως τις 9 π.μ. Η γιαγιά την άλλη μέρα είπε πως, ό,τι απασχολεί τον Δημήτρη την ημέρα, το υποσυνείδητο το ελευθερώνει τη νύχτα με όνειρα και οι γονείς μας συμφώνησαν. Η Ελπίδα πρόσθεσε ότι το ίδιο είχε τραβήξει με τον Μιχαήλ Άγγελο, ώσπου κάποια στιγμή πέρασε. Σκέφτομαι πόσο ευαίσθητα είμαστε εμείς τα παιδιά. Πόση φροντίδα, υπομονή, σταθερότητα και αγάπη χρειαζόμαστε. Απλώνω τα χεράκια μου, αγκαλιάζω τη μαμά, κοιτάζω τον μπαμπά μου, γελάω στον αδελφούλη μου και είναι όλος ο κόσμος δικός μου! Κι αυτό γιατί όπου κι αν ρίξω το βλέμμα μου, τα αγαπημένα μου πρόσωπα είναι κοντά εκεί, δίπλα μου, σταθερά και ακλόνητα. Να με, να μας προσέχουν!...
Γιαγιά:
Δεν ξέρω τι να κάνω όταν τα εγγόνια μου τσακώνονται μεταξύ τους. Όχι βέβαια πάντα. Σου θυμίζουν κουτάβια που μαλώνουν, παίζουν, μπερδεύονται, κυλιούνται… Μία ωραία ατμόσφαιρα!... Σποραδικά, στην ώρα του παιχνιδιού πέφτει κι από μία δυνατή… Ας τα ελέγχουν συνεχώς οι γονείς τους μήπως και προλάβουν καμιά ξυλιά, προτού πέσει σε κανένα κεφαλάκι ή χεράκι. Και φυσικά τους έχουν καθοδηγήσει άπειρες φορές και φυσικά τους έχουν εξηγήσει άλλες τόσες, καταλήγοντας στην γνωστή επωδό: «Τσακωνόμαστε, αλλά τελικά αγαπιόμαστε!». Ευτυχώς φιλιώνουν γρήγορα. Την Κυριακή του Πάσχα, μετά το φαγητό σηκώθηκαν όλοι οι μεγάλοι και στήσανε χορό μπροστά στο σπίτι της Χριστίνας και του Γιώργου, τραγουδώντας «Μήλο μου κόκκινο, ρόιδο βαμμένο…». Στους ώμους του Λευτέρη, ο Ηρακλάκος. Πήγανε ακόμα και τα παιδιά πλην του Μιχαήλ Άγγελου και του μωρού. Οι γείτονες ανταποκρίθηκαν γελώντας, βγήκαν με τα παιδιά τους και ο κύκλος της χαράς μεγάλωσε. Με τους δύο παππούδες παρακολουθούσα το θέαμα απ’ το μπαλκόνι.
«Να σε πάω Μιχαήλ Άγγελέ μου; Να χορέψεις κι εσύ; Έλα να δεις! Τα ξαδέρφια σου γελάνε!»
«Όχι, εγώ θα καθίσω εδώ με το μωρό. Στο τάμπλετ ν’ ακούσω τα τραγούδια» (κάτι που δεν ήθελα και με μελαγχόλησε). Ο μικρός τού άπλωσε τα χεράκια. Ο Μιχαήλ, έφερε κοντά στο γραφείο μια ψηλή καρέκλα και κάθισε τον Κωνσταντίνο.
«Μην πέσει παιδάκι μου!»
Ο Μιχαήλ Άγγελος, όχι μόνο τράβηξε πιο κοντά την καρέκλα, αλλά αγκάλιασε με το αριστερό του χεράκι τον μπέμπη. Ήταν τόσο προστατευτικός! Τόσο συγκινητικός! Και ο μπέμπης ξετρελάθηκε με τα βίντεο-κλιπ των τραγουδιών. Έχει τόση τρυφεράδα κρυμμένη μέσα του ο Μιχαήλ Άγγελος! Πρέπει να δείτε πώς κρατάει την Σκάρλετ, την σκυλίτσα της Ελενίτσας και του Σταμάτη! Σαν ένα μωρό ανάσκελα, με τα ποδαράκια της μπροστά του, λες και κρατάει τον πολυτιμότερο θησαυρό του κόσμου… Όταν κατέβασαν κάτω την Σκάρλετ και τα έξι παιδιά την τρέλαναν στα χάδια. Κι αυτή κυνηγούσε τον μπέμπη να παίξει μαζί του, ενώ εκείνος δεν φοβόταν μόνον όταν κάποιος τον κρατούσε αγκαλιά…
Η Σκάρλετ είναι ένα πανέμορφο γκριφόν κανίς με πλούσιο τρίχωμα που όλο οσφραινόταν την φούστα μου, γιατί θα της μύριζε γατίλας!
Συγκινητική η αεικίνητη Ελενίτσα με το δέσιμο που έχει με την μπιρμπιλομάτα σκυλίτσα της. Ήταν τόσο ευτυχισμένη η τριχόμπαλα! Είχε γύρω της όλη την αγέλη και έδειχνε μεγάλο σεβασμό στην αρχηγό της αγέλης, την Αργυρώ.
Ερχόμενοι απ’ τον έξωθεν χορό, έφεραν δυο τρεις στροφές και στο σπίτι τους. Εκεί να δείτε τον Μπέμπη να τρέχει δίπλα στην μάνα του να της δίνει το χέρι και να χορεύει γελώντας!
Γέλασα πολύ, όταν καθώς συζητούσαμε, η Ελπίδα μας είπε:
«Κάθε βράδυ, αφού βάλω τα παιδιά να κοιμηθούν περνώ από τα κρεβατάκια τους, τα σταυρώνω λέγοντας: «Ο Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά».
Τους το λέω κάθε βράδυ. Όταν προχτές, ο Ηρακλής Φωτεινός μισοαποκοιμισμένος μου λέει: «Μα γιατί μανούλα ο Χριστούλης σκορπά τα κακάκια του ολόγυρα;»
Έπεσε γέλιο δυνατό. Η Ελπίδα του εξήγησε – όπως είναι φυσικό – για ποια «κακά» μιλάμε και ο Ηρακλής ησύχασε! Η ατάκα του όμως έγινε αιτία να γελάσουμε πολλές φορές…
Μιχαήλ Άγγελος: Η επιτομή της ομορφιάς και του μυστηρίου.
Ηρακλής Φωτεινός: Το μελί Ιρλανδέζικο, τρυφερό ξωτικό.
Δημήτρης: Η καλοσύνη και η ευφράδεια, σε όλο τους το μεγαλείο!
Μπέμπης: Ο ψεύτικος, ξανθός, ροδομαγουλής, κούκλος Σουηδός.
Τα ξαδέρφια:
Ο Σταμάτης: Η καρτερικότητα και η εξυπνάδα στο ζενίθ.
Ελενίτσα: Η ακατάβλητη αμαζόνα της παρέας, μικρή αλλά πολυτάλαντη.
Μεγάλος αδελφός:
Περνάω υπέροχα! Έχω ένα σωρό δώρα! Πριν κάποιες μέρες, οι τρεις Νονοί του Ηρακλή, του έφεραν τα Πασχαλινά του δώρα, έφεραν και σ’ εμάς κάτι.
Ο Νονός Λευτέρης και η Νονά Χαρά μου έκαναν και τα δικά μου Πασχαλιάτικα δώρα, οπότε όπου κοιτάξω, γεμίζω χαρά. Σας είπα ότι η Νονά Χαρά είναι φίλη της μαμάς μου, από τότε που η γιαγιά τις είχε και τις δυο μαθήτριες στην «Αηδονοπούλου»; Έχει κι αυτή δυο παιδάκια και σήμερα περάσαμε πολλές ώρες μαζί τους. Μου αρέσει ο Γιαννάκης ο γιόκας της. Είναι πολύ καλό παιδάκι. Η αδελφούλα του είναι ακόμα πολύ μικρή.
Βέβαια εκεί δεν έκανα ό,τι κάνω στη γιαγιά μου. Ήμουν άψογος! Παίξαμε στον κήπο τους, ενώ η γιαγιά έχει μόνον μπαλκόνι που φοβάται να βγούμε μόνοι μας έξω. Δεν θυμάμαι λοιπόν ποια μέρα απ’ αυτές ήταν που, μπαμπάς, μαμά, γιαγιά κουβέντιαζαν στο σαλόνι. Μαζί με τον Κωνσταντίνο εισχωρήσαμε στα ιδιαίτερα δωμάτια! Ντουγρού για το δωμάτιο της γιαγιάς!
«Μην ανεβαίνεις αδεφάκι σ’ αυτή την κουβέρτα! Την έχει βάλει η γιαγιά για τις γάτες της! Θα την σηκώσω λίγο γιατί είναι γεμάτη τρίχες κι εσύ ανέβα στην αποκάτω κουβέρτα!»
Όταν μετά πολλή ώρα σιωπής ενεφανίσθη η γιαγιά στην πόρτα, χαμογέλασε παράξενα, μας κοίταξε και ξανάφυγε! Πώς αυτό; Ο Κωνσταντίνος ήταν ανεβασμένος στο πάνω μέρος του κρεβατιού κι έπαιζε με ό,τι είχε το αριστερό κομοδίνο. Εγώ του άνοιγα τα κουτιά, τα έχυνα στην πορτοκαλί κουβέρτα και ο Κωνσταντίνος τα σκόρπιζε δεξιά κι αριστερά! Τσιμπιδάκια, πετρούλες, λουλουδάκια, μικρούλια ποντικάκια, βόλοι, μπρούτζινα μπιμπελό, κινέζικα βαζάκια, γούρια, εξερευνήθηκαν από τα χεράκια μας για χιλιοστή φορά και κάποια ξέφυγαν αναιδέστατα και έπεσαν στο πάτωμα!
Απ’ το δεξί κομοδίνο ξαναβγάλαμε τους κολιέδες και τους απλώσαμε τώρα στο παρκέ! Έδειχναν ακόμα πιο ωραία! Έκαναν χρωματική αντίθεση!
Στην τουαλέτα της κρεβατοκάμαρας με τον καθρέφτη, ο Κωνσταντίνος μου έδωσε ένα κραγιόν. Επειδή εμείς είμαστε αγόρια και δεν βαφόμαστε σας τις γυναίκες, σκεφτήκαμε να βαφτούμε στα χρώματα του πολέμου. Είχα ακούσει ότι ο Μιχαήλ Άγγελος βάφτηκε κάποτε Ινδιάνος, εξαφανίζοντας δύο ολοκαίνουργια κραγιόν της γιαγιάς! Εμείς σύραμε απαλά δυο γραμμές στο μέτωπο, έβαψα όλη τη δεξιά μου παλάμη κόκκινη, κόκκινη και τη μύτη μου και με τις σκιές των ματιών της γιαγιάς έβαψα το υπόλοιπο πρόσωπό μου! Ακούμπησα θριαμβευτικά στον τοίχο καλώντας τον λαό μου να με θαυμάσει:
«Είμαι ο Μεγάλος Αρχηγός! Ετοιμάζομαι για μάχη! Πήρα τις γαλάζιες και πράσινες σκόνες της γιαγιάς και έβαψα τα μάγουλα και τη σπηλιά μου!». Κατεβάζοντας το χεράκι μου απ’ τον τοίχο, άφησα σαν τους προϊστορικούς κυνηγούς το αποτύπωμά μου στον άσπρο τοίχο! Τι κρίμα που η γιαγιά το καθάρισε αμέσως! Και τι περίεργο! Κανένας τους δεν ήθελε να τον βάψω για τον πόλεμο, όσο κι αν γελούσαν - για άγνωστο λόγο - όλοι τους!
«Στον λογαριασμό μπαίνουν δυο σκιές ματιών και ένα κραγιόν!» φώναξε η γιαγιά, αλλά χαμογελούσε πλατιά όταν το έλεγε!
«Στον εγγονό σου πεθερούλα μου! Εγώ δεν σου πείραξα τίποτα!»
Κι αφού οι μεγάλοι το βρήκαν τόσο αστείο, μόλις μου καθάρισαν τη βαμμένη παλάμη μου, επέστρεψα στην κάμαρα, στον αδελφό μου. Πήραμε δυο όμορφα κουτιά και τ’ αδειάσαμε στο κρεβάτι. Αυτοκόλλητα… στέκες… ένα ρολόι… δύο πινελάκια, όλα χύμα.
«Α! Ένα λεπτό! Κωνσταντίνε! Τσεχάσαμε τα τρία κουδουνάκια! Αυτά που τους τρελαίνουν όλους! Τα μπρούτζινα! Εγώ κρατάω τα δύο, εσύ πάρε το ένα! Κτύπα1 Δυνατά! Γκλιν Γκλον! Γκλιν Γκλον! Γκλιν Γκλον! Γκλιιιιιν!!! Κοίτα τη γιαγιά! Κλείνει τ’ αυτιά της! Τρέχα! Τρέχα και χτύπα! Θα μας πιάσει ο μπαμπάς και θα μας ρίξει γαργαλόσκονη! Τρέχαααα!»
Όταν η μαμά φώναξε να ηρεμήσουμε μετά από ένα έξαλλο τρεχαλητό, συμβιβαστήκαμε…
Αποφασίσαμε όμως ότι και τα διακοσμητικά στην τουαλέτα έπρεπε να έχουν καινούργια θέση… Αυγά λοιπόν από το χολ πήραν θέση μπροστά στον καθρέφτη, ενώ χτένες, ανθρωπάκια, γοβίτσες, έπεσαν στο πλάι να πάρουν έναν μεσημεριανό υπνάκο!
«Το μόνο που με νοιάζει είναι μήπως βάλει κάτι ο Μπέμπης στο στόμα του. Δεν τα φωνάζετε να έρθουν κοντά μας; Αρκετά ξεφάντωσαν…»
Στο κάλεσμά τους ανταποκριθήκαμε αμέσως, γιατί ό,τι ήταν να διαλύσουμε εκεί μέσα, το διαλύσαμε! Αποστολή εξετελέσθη πλήρως! Καλός σύμμαχος ο μικρός όχι όμως όταν στριγγλίζει και θέλει τα παιχνίδια μου. Τότε μου έρχεται να τον χτυπήσω, να τον σπρώξω, να τον μπατσίσω! Το έχω κάνει κάποιες φορές, αλλά καταφθάνει Κλιμάκιο Ασφαλείας – ο μπαμπάς και η μαμά - και επαναφέρουν την τάξη. Και κλαίω επειδή νιώθω πως έχω αδικηθεί και φωνάζω και σε αυτούς. Ο μπαμπάς όμως με υπομονή μου λέει να συζητήσουμε. Πάμε στο δωμάτιο, συζητούμε σαν μεγάλοι άντρες και στο τέλος ηρεμώ.
Άλλα αδερφάκια – έχω ακούσει – ότι ζηλεύονται και τσακώνονται πολύ. Η μαμά μου όμως λέει ότι εγώ αντιδρώ σαν ένα πολύ-πολύ φυσιολογικό παιδί, όσο κι αν ήρθε ξαφνικά από το πουθενά ο μικρός αδερφός μου. Και παίρνω ΜΠΡΑΒΟ γι’ αυτό!
Μικρός αδερφός:
Όταν θέλουμε το ίδιο παιχνίδι την ίδια στιγμή και οι δύο μας, ο Δημητράκης και εγώ, γίνεται μάχη πραγματική. Δεν έχω όμως παράπονο, γιατί γρήγορα τα φτιάχνουμε. Πριν κάποιες μέρες στο σπίτι μας, ο μπαμπάς έριξε την μπάλα ψηλά και το πολύφωτο του σαλονιού μας, πήγε κι ήρθε. Κουνήθηκε πολύ. Εγώ ήμουν ακριβώς από κάτω παίζοντας, όταν βλέπω τον Δημητράκη μου να έρχεται τρέχοντας, να πέφτει πάνω μου, να με αγκαλιάζει δυνατά, να με καλύπτει όλον με το κορμάκι του, λέγοντάς μου:
«Μη φοβάσαι αδερφάκι! Θα σε σώσω!». Η μαμά έβαλε τα κλάματα, εγώ δεν ξεκόλλαγα από τον Δημητράκη και ο μπαμπάς έσκυψε και μας αγκάλιασε όλους με τα μεγάλα και δυνατά του χέρια, σε μια τεράστια, σφιχτή αγκαλιά…
Τελικά, λατρεύω τον αδερφό μου! Πού να με δείτε τι χαρές κάνω όταν έρχεται από το Μεγάλο Σχολείο του, τον «Παιδικό Σταθμό». Τρέχω με τα μικρά μου ποδαράκια, τον αγκαλιάζω, τον φιλώ και δεν σταματώ να του μιλώ με τη γλώσσα που μόνον εγώ ομιλώ.
«Πού θα πάει;», είπε μια μέρα η μαμά. Κάποια στιγμή θ’ ανοίξει το στόμα του και θα τα πει όλα με μιας. Σαν τον Δημήτρη. Τα είπε όλα μαζεμένα και από τότε γλώσσα δεν βάζει μέσα!
Οπότε αναμείνατε. Κοντός ψαλμός αλληλούια! Όπου νά ’ναι θα εκφραστώ σαν χείμαρρος στη γλώσσα που μιλάτε και τότε ποιος με πιάνει! Θα συναγωνίζομαι τον Αδερφό μου στο ποιος θα πει τις περισσότερες κουβεντούλες! Το νιώθω! Η μεγάλη μέρα έρχεται! Πλησιάζει!!
(Εμφανίσεις filonas.gr: 789)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου