Μια αληθινή ιστορία
από την κ.Πολυάνθη Βουτσινά
Η Πολυάνθη Βουτσινά
σε παλαιότερη φωτο με μαθητές της
Αφιερωμένο στην Κατερίνα (Πρωτότοκη), στον Άρη (ΣΤ΄ Δημοτικού) και στην Ιόλη (μικρούλα), παιδιά της Μάγδας και του Κωνσταντίνου Τσιμιδάκη, μαθητού μου πριν 35 χρόνια και νυν Ιατρού-Αναισθησιολόγου στο «Γενηματά».
Η μαμά πήρε μόνη της την απόφαση. Εμάς απλά μάς την ανακοίνωσε. Από τούδε και στο εξής, θα κατοικοεδρεύαμε στον 3ον όροφο της Παναγιωταρά 15. Το διαμέρισμα έχει ένα μπαλκονάκι που βλέπει στον ακάλυπτο χώρο. Αρκετά άνετο για να περνάμε τις ώρες μας. Για το μπροστινό μπαλκόνι δεν τέθηκε θέμα καν. Το θεώρησε ότι δεν πληροί τους κανόνες ασφαλείας και μας είπε να το θεωρήσουμε ως μη υπάρχον. Χωρίς καθυστέρηση έγινε η μετακόμιση. Εμείς μείναμε στο πίσω μπαλκόνι, ενώ η μαμά βγήκε να μας φέρει φαγητό. Βολτάραμε ήσυχα στην βεραντούλα, ευγενικά συμπεριφερόμενα, όπως εξάλλου επέβαλε και η ανατροφή μας. Δύο μικρά λευκοπρόσωπα πλάσματα ήρεμα, καθωσπρέπει, αρκετά χαμηλών τόνων. «Οι φωνές είναι για τους λαϊκούς», έλεγε η μαμά. «Εσείς κατάγεστε από καλή γενιά. Μην το ξεχνάτε»…
Και όντως, δεν το ξεχνούσαμε, παρά το μικρό της ηλικίας μας…
Ψιθυρίζοντας, αρχίσαμε από την πρώτη κιόλας μέρα να εξερευνούμε τον χώρο μας. Ακριβώς πίσω μας, ένα μεγάλο παράθυρο. Φυσικά μεγάλο, δίφυλλο, αφού βγάζει στο μπαλκονάκι μας. Κοιτάξαμε μέσα από την μπαλκονόπορτα. Μισόφως και ησυχία. Έξω χαρά Θεού. Ο ήλιος λαμπερός, η μέρα γελαστή. Η ώρα κύλησε χωρίς να το καταλάβουμε. Ώσπου ήρθε η μαμά! Τι ευτυχία! Ορμήσαμε πάνω της γουργουρίζοντας. Είχε φέρει φαγητό! Μοιραστήκαμε με την αδελφούλα τους μεζέδες τραγουδώντας! Πώς τα καταφέρνουμε; Να τρώμε και να τραγουδάμε συγχρόνως; Εμείς πάντως μπορούμε! Είμαστε προικισμένα παιδιά! Μετά το τσιμπούσι, η εργατική μανούλα ξανάφυγε και μένοντας μόνα και χορτασμένα γυρίσαμε προς το παράθυρο. Αυτό που είδαμε μας κατέπληξε! Δύο πορτοκαλιά τετράποδα μάς κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια μέσα από το τζάμι… Ήταν δύο τριχόμπαλες! Η μία, η πιο λεπτή, ατενίζοντάς μας, έβγαζε κάτι φωνούλες μικρές, γρήγορες, κοφτές. Η άλλη ήταν πιο γεροδεμένη και με καλύτερη κατανομή του πορτοκαλιού χρώματος. Μεγάλα λευκά μαγούλια, ολόλευκη τραχηλιά και πορτοκαλιές βλεφαρίδες! Α… Και οι δυο είχαν πορτοκαλί βλεφαρίδες! Αυτή η μεγάλη τριχόμπαλα έκανε κάτι το αδιανόητο. Μας κοιτούσε έντονα και συνάμα τραύλιζε κυριολεκτικά! Ανοιγόκλεινε το σαγόνι της σπασμωδικά, λες κι έβλεπε εξωγήινους! Για να την δω καλύτερα, πλησίασα το κεφαλάκι μου στο τζάμι και κόλλησα την μυτούλα μου πάνω του. Τότε είδα ότι πάνω σ’ ένα κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη μια τρίχρωμη τριχόμπαλα και δίπλα της ένα δίποδο ον της χάιδευε τα καφετιά αυτάκια… Κι εμείς είμαστε δίποδα όντα, όμως δεν μοιάζουμε καθόλου με το μεγαλόσωμο μπρούμυτο πλάσμα που έχει ένα ραδιάκι δίπλα της και ακούει την «Ώρα της Ελληνοφρένειας», από τον σταθμό RealFM. Συνάμα, κάτι σημείωνε σ’ ένα βιβλιαράκι με τετράγωνα. Η αδελφή μου είπε ότι λύνει σταυρόλεξα. Γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε. Την κατέταξα στα ήρεμα δίποδα. Λέω «την» γιατί είναι γυναίκα. Στερέωνε τα μαλλιά της με ένα στυλό, ίδιο με αυτόν που έγραφε. Εκείνη τη στιγμή το αδέρφι έστειλε λάθος συναγερμό, μπερδεύοντας μια άλλη κυρία με την μαμά. Στο χαρούμενο τραγούδι της, ο Μέγας Πορτοκαλής άρχισε να παίζει κλακέτες με το σαγόνι του, ο Αδύνατος, έμοιαζε να προσευχόταν και η μπρούμυτα κυρία πλησίασε προς εμάς. Μας παρατήρησε προσεχτικά και χαμογέλασε. Ύστερα πήρε πάλι την θέση της δίπλα στην Τρίχρωμη Αρχόντισσα με τα σχιστά πανέμορφα μάτια και κάτι της έβαλε στο στόμα. Για φάρμακο μου έκανε, αλλά αμέσως γύρισα χαρούμενη γιατί αυτή την φορά όντως είχε έρθει η μανούλα! Τρέξαμε καταπάνω της φωνάζοντας δυνατά. Με την άκρη του ματιού μου πρόλαβα να δω την κυρία να έρχεται τρέχοντας στο τζάμι. Σαν να ήθελε να διαπιστώσει ότι όλα πήγαιναν καλά. Εμείς εν τω μεταξύ, λιχούδες ούσες, χώναμε το ράμφος μας μέσα στο ολάνοιχτο στόμα της μητέρας! Το φαγητό μισομασημένο ανέβαινε από τον πρόλοβο κι εύκολα κυλούσε στο δικό μας στοματάκι. Σ’ αυτό το σημείο η κυρία έγειρε για να δει καλύτερα. Ίσως πίστεψε ότι τσακωνόμαστε ή ότι αλληλοτσιμπιόμαστε, όταν όμως είδε ότι παίρναμε τα μεσημεριανό μας, χαμογέλασε. Η αλήθεια είναι ότι όπως μας έβλεπε να έχουμε γίνει τρία σώματα ένα στόμα, πιθανόν να πίστευε ότι είχαμε στήσει καβγά και αλληλοραμφιζόμασταν! Ήθελα να κάνουμε καλή εντύπωση στην γειτόνισσα και κοίταξα την μαμά. Αναφουφουλιασμένη, βιαστική και το άλλοτε όμορφο άσπρο ντεκολτέ της, γκριζαρισμένο… Τι εντύπωση να έκανε; Πού να της μείνει όμως ώρα να κοιτάξει τον εαυτό της… Από εκεί που ζούσαμε φύγαμε άρον-άρον κι αφού βρήκαμε τόπο να μείνουμε, έπρεπε να τρέξει για το φαγητό μας. Μη νομίσετε ότι είναι εύκολο ένα περιστέρι να βρει κάπου να αράξει… Οι άνθρωποι μας διώχνουν επειδή λερώνουμε –λένε –τις βεράντες τους και για να μην πλησιάσουμε, κρεμούν δίσκους σι-ντί που πέφτοντας το φως μας τυφλώνει ή κρεμάνε πλαστικές σακούλες και λωρίδες μακριές από νάιλον που, καθώς κουνιούνται με τον αέρα, μάς προκαλούν φόβο. Για να μην πω για κάποιους καλούς «χριστιανούς» οι οποίοι, φυλάσσοντας την καθαριότητα του κάστρου τους, βάζουν καρφιά ή γυαλιά στις σκεπές ναών και σπιτιών, για να μην τολμήσουμε να ξεκουραστούμε μπροστά στον φόβο του τρυπήματος και του ματώματος…
Αυτό το μπαλκόνι η μαμά το παρακολουθούσε επί τρεις μέρες. Μια φορά που μας άφησε εκεί, το τζάμι ήταν ανοιχτό και ο Κύριος Αδύνατος, μόλις μας είδε τά έχασε, και σύρθηκε έξω παρακολουθώντας μας επισταμένως. Ίσως μας έσωσε η ανεμελιά μας. Καθίσαμε στην άλλη άκρη ακίνητα και τότε ήρθε η κυρία, είδε την σκηνή και γελώντας πήρε τον Λεπτό μέσα. «Ερμάκο, θες να σκοτωθείς; Αυτά πετάνε, εσύ αν πηδήξεις να τα πιάσεις, ξέρεις τι πρόκειται να πάθεις;». Αυτά πρόλαβε να πάρει το αυτί μου, προτού κλείσει το τζάμι. Έκτοτε ανταμώνουμε μέσα από αυτό το διάφανο παραπέτασμα. Η μαμά όμως την απόφασή της την είχε πάρει. Θεώρησε ότι αυτό το μπαλκόνι προσφέρει ασφάλεια κι έτσι μετακομίσαμε εδώ! Τα πρωινά η κυρία κλείνει τα παντζούρια, για να μπει από τις γρίλιες ο αέρας, αφού φοβάται ότι αν τα αφήσει διάπλατα πιθανόν να έχουν για εμάς επικίνδυνα σχέδια οι γατούληδες. Τα μεσημέρια που διαβάζει ανοίγει τα παντζούρια, κλείνει το παραθυρόφυλλο, τραβάει πέρα την κουρτίνα, ώστε να μπαίνει στον χώρο της φως. Τότε βλέπουμε την κυρία μ’ ένα βιβλίο, δίπλα στην Τρίχρωμη Πριγκίπισσα και γύρω της ανεβοκατεβαίνουν ώσπου να κουραστούν, οι δύο Πορτοκαλιοί. Ο Μέγας θρονιάζεται πολλές φορές στη μέση της αφεντικίνας του, σαν αρχαϊκό ακροκέραμο (!) ή στριμώχνεται στο πλάι της. Ο Λεπτός ξαπλώνει εκεί που είναι τα μαξιλάρια, κοιτάζοντας παμπόνηρα την Τρίχρωμη Γατίσια Κούκλα που είναι στο απυρόβλητο, ένεκα της ολοφάνερης προστασίας που της παρέχει η «μαμά» τους. Άλλοτε παίζει με τον αδελφό του, τρέχοντας καμπουριαστά σαν ελάφια και κάνοντας μία στάση για να μας χαζέψουν. Εμείς πάλι πάμε πλάι-πλάι τα δυο μας βολτάροντας σε όλο το μπαλκόνι.
Χθες είχαμε καθίσει τετ-α-τετ και η κυρία μας χάζευε. «Μοιάζαν με δυο κρυστάλλινα δάκρυα λευκά το ένα απέναντι στο άλλο και ακουμπιστά», την άκουσα να λέει σ’ ένα μαύρο μικρό κουτί που η μαμά είπε ότι είναι ένα κινητό τηλέφωνο.
Για να ευχαριστήσω την «συγκάτοικο», κατά το απόγευμα της έκανα μία μικρή επίδειξη! Στάθηκα στα δυο ποδαράκια μου, άνοιξα τις φτερούγες μου και τις ανοιγόκλεισα γρήγορα, πολλές-πολλές φορές! Γυμναζόμουν, αλλά συγχρόνως ήμουν χάρμα ομορφιάς! Η κυρία στάθηκε και με παρακολούθησε αρκετά λεπτά χαμογελαστή. Έχει ένα κοριτσίστικο ποδήλατο στο μπαλκόνι και από πίσω του, αράζουμε τα βράδια. Το δεύτερο πρωί όμως έγινε κάτι που μας ξάφνιασε. Ευτυχώς, τα αποτελέσματα ήταν καλά, οπότε γρήγορα συνήλθαμε. Το γεγονός αυτό επαναλαμβάνεται κάθε πρωί, μας ξεβολεύει λίγο, αλλά πια το συνηθίσαμε! Να γιατί μιλάω ακριβώς:
Κατά τις 8 η ώρα, πρωί – πρωί, η κυρία βγαίνει στο μπαλκόνι,. Κλείνει την ενδιάμεση πόρτα του δωματίου για να μας προφυλάξει από την επέλαση των Πορτοκαλιών Αιλουροειδών, ανοίγει το παράθυρο και φέρνει κάτι που η μαυρόασπρη φίλη της μαμάς, είπε ότι το λένε σφουγγαρίστρα. Κοιτάζει το μωσαϊκό κάτω και κουνάει το κεφάλι. Η αλήθεια είναι ότι είναι κατάστικτο από τις κουτσουλιές μας. Γι’ αυτό και μας φωνάζουν οι άνθρωποι. Αυτή η κυρία όμως δεν βγάζει κιχ. Ούτε κάνει απότομες κινήσεις. Μάλλον για να μη μας τρομάξει. Αρχίζει να σφουγγαρίζει απαλά. Εμείς ήρεμα πηγαίνουμε πότε από εδώ πότε από εκεί! Έρχεται δηλαδή προς το μέρος μας η σφουγγαρίστρα; Τρέχουμε και τα δυο μαζί στην άλλη άκρη του μπαλκονιού! Πηγαίνει η σφουγγαρίστρα από δεξιά; Εμείς κούτσου-κούτσου, τρέχουμε προς τα αριστερά. Καθαρίζει στο κέντρο; Νά μας πίσω απ’ το ποδήλατο! Έρχεται προς το ποδήλατο; Νά μας πάλι στο μπροστινό μέρος του μπαλκονιού! Για να πετάξουμε και να φύγουμε, ούτε συζήτηση. Δε νιώθουμε απειλή, πηγαινοερχόμαστε με τα ποδαράκια μας. Ήρεμη η κυρία, ήρεμα κι εμείς! Μετά, μπαίνει στο δωμάτιο με τη σφουγγαρίστρα, αφού ξανασκουπίζει τις καινούργιες κουτσουλιές που αφήσαμε τελευταία στιγμή πίσω μας…
Φρεσκοπλυμένο το μπαλκόνι, μοσχομυρίζει, αρέσει και σε μάς. Κάθε πρωί όμως η κυρία το βρίσκει στα ίδια χάλια με τη χθεσινή μέρα. Δεν λέει πάντως τίποτα. Μόνο καθαρίζει. Ίσως ξέρει ότι κάποτε τα φτεράκια μας θα δυναμώσουν πολύ και θα πετάξουμε μακριά. Για την ώρα δεν τα καταφέρνουμε. Να, σήμερα το πρωί, την ώρα που καθάριζε, η αδερφή μου αφηρημένη, τρόμαξε και πέταξε ως το διπλανό μπαλκόνι. Πού να πάει άλλωστε; Δεν μας κρατούν ακόμα οι φτερούγες μας για ψηλό και μεγάλο πέταγμα. Ξαναγύρισε αμέσως δίπλα μου, άσε που από το πλάι ακούστηκε ένα δυνατό: «Ξούούούτ!». Τουλάχιστον αυτή η κυρία δεν μας αποπήρε ποτέ. «Τι να σου πω Ελπίδα μου… Σαν κατοικίδια κάνουν! Δεν με φοβούνται! Σκουπίζω και πηγαινοέρχονται γύρω μου όλο άνεση!».
«Τι λες μαμά; Μήπως το σκάσανε από κανέναν περιστερώνα; Δεν θυμάσαι - χρόνια πριν – τον Μπλάκυ, όπως τον είχα ονομάσει; Ράτσας περιστέρι, κούκλος και έμπαινε στο δωμάτιό μας! Θυμάσαι που φοβόμαστε κάτι μεγάλες μύγες που είχε πάνω του;».
«Αυτά τα έφερε εδώ η μαμά τους μέχρι να δυναμώσουν τα φτερουγάκια τους. Τα βλέπω μικρά σε ηλικία... Είναι πανέμορφα! Άσπρα με κοραλένια μπιρμπιλωτά ματάκια! Όσο για τη βρωμιά, άστα! Τέρμα η σφουγγαρίστρα! Δεν κάνει τίποτα. Θα χρησιμοποιήσω σκούπα, που είναι πιο άγρια, για καλύτερο ξύσιμο. Έτσι και δεν καθαρίσω μια μέρα, γίνεται χαμός! Όμως χαλάλι τους! Αν τα δεις πώς τρώνε το φαγητό από το στόμα της μάνας τους! Πολύ συγκινητικό! Κι εκείνη η καημένη, αναφουφουλιασμένη και βρωμουλίτσα!».
Αυτά τα λόγια τα είπε στο μαύρο κουτάκι με τη μία κόρη της που, όσο κι αν κοίταξα, δεν την είδα πουθενά! Μετά μίλησε με την άλλη κόρη - Αλίσια την αποκάλεσε – και από τις κουβέντες τους έμαθα ότι οι άνθρωποι μας λένε «τα σκυλάκια του ουρανού», ότι αναγνωρίζουμε πρόσωπα, ότι θυμόμαστε καταστάσεις, ότι εκπαιδευόμαστε κι ότι Μπλάκυ ήταν το όνομα που είχαν δώσει πριν χρόνια σ’ έναν πανέμορφο περίστερο - που έμπαινε στο δωμάτιο των κοριτσιών άφοβα - επειδή ήταν κατάλευκος, καλτσουνάτος, με λοφίο, σαν Περιστέρι Φαντασίας! Ένα είδος μας κι αυτό, όπως άλλο είδος μας είναι τα ταχυδρομικά περιστέρια. Η μαμά, μάς έχει πει ιστορίες για ατρόμητους προγόνους μας, που μετέφεραν μηνύματα σε καιρό πολέμου και βοηθούσαν την πατρίδα… Η κυρία είπε ότι η μανούλα μας κουράζεται πολύ, διότι για να βρει συνολικά μια μπουκιά, πρέπει να ψάξει σε χίλια διαφορετικά μέρη. Ψίχουλο-ψίχουλο μαζεύει ώσπου να σχηματίσει μια μπουκιά. Γι’ αυτό η καημένη έρχεται τόσο κουρασμένη. Τα δυο της όμως παιδάκια, εμείς δηλαδή, το αναγνωρίζουμε, την σκεφτόμαστε και την αγαπάμε πολύ-πολύ. Πού θα πάει; Θα μεγαλώσουμε κάποια στιγμή και θα ψάχνουμε μόνα μας την τροφή μας. Τότε η μανούλα θα ξεκουραστεί! Τις προάλλες μας έλεγε πως όταν μεγαλώσουμε θα μας πάει στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Εκεί είναι ένας τόπος ιερός και οι άνθρωποι που έρχονται, αγαπούν τα πουλιά. Τους πετούν σποράκια και εκατοντάδες περιστέρια ορμούν να φάνε από τα χέρια τους ή κάθονται στον ώμο τους! Σ’ αυτό το μέρος λοιπόν θα πάμε κάποτε σίγουρα γιατί θα βρούμε φα'ί' και καλοσύνη. Η μαυρόασπρη φίλη της μαμάς, μάς πληροφόρησε ότι φαγητό θα βρούμε και στα σχολεία. Εκεί τα παιδιά των ανθρώπων μορφώνονται και παίζουν. Στο διάλειμμα τρώνε, τρέχουν και τους πέφτει κάτω πολύ φαγητό. Τα πιο θαρρετά ξαδέρφια μας πετούν ανάμεσα στα παιδιά και τρώνε ό,τι έπεσε στο έδαφος. Τα περισσότερα όμως τρέχουν στην αυλή, όταν οι μαθητές γυρίζουν στις τάξεις τους. Τότε μπορούν να τσιμπολογήσουν πολύ πιο ήρεμα και χωρίς άγχος, τα καλούδια που άφησαν τα παιδιά στο πέρασμά τους.
Η μαμά, μάς εξομολογήθηκε πως μια μεγαλύτερή της φίλη, της είπε κάτι που την έκανε να συμπαθήσει περισσότερο την γειτόνισσά μας με τις γατούλες. Της είπε δηλαδή ότι αυτή η κυρία ήταν τα τελευταία χρόνια δασκάλα στο σχολείο κοντά στην εκκλησία της περιοχής και βοηθούσε τα περιστέρια. Τι έκανε; Να… Μερικά πουλιά, ακολουθώντας τα ψίχουλα, έμπαιναν μέσα στους διαδρόμους του σχολείου και χανόντουσαν. Τρόμαζαν με τα παιδιά και πετώντας πάνω από τις εσωτερικές σκάλες, έφθαναν στον δεύτερο όροφο όπου εγκλωβίζονταν. Η συγκεκριμένη κυρία λοιπόν, με κάποιους μαθητές της, προσπαθούσε και τα ελευθέρωνε. Η φίλη της μαμάς ήταν μάρτυρας ενός τέτοιου περιστατικού, γιατί είχε η ίδια παγιδευτεί. Ανεβοκατέβαινε τους ορόφους, μη καταλαβαίνοντας τι ζητούσαν από αυτήν η δασκάλα με την ομάδα της. Ώσπου κάποια στιγμή την έπιασαν και τρέχοντας στην έξοδο την άφησαν απαλά να πετάξει ψηλά. Είχε σωθεί!
Άλλοτε πάλι έφερνε από το σπίτι της ψωμί και για να μάθει στα παιδιά την αγάπη προς όλα τα πλάσματα, έδινε σε διαφορετικούς μαθητές της κάθε φορά το ψωμί να το ρίξουν σε μια ήσυχη άκρη της αυλής, ώστε ήρεμα να το φάνε οι όμοιοί μας. «Βλέπετε που το ένστικτό μου, δεν με πρόδωσε;». Κατέληξε η μητέρα. «Κάτι μέσα μου, μού έλεγε ότι σ’ αυτήν την βεραντούλα θα είστε ασφαλείς… Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσέχετε πάντα και κυρίως, όταν λείπω… Μου το υπόσχεστε;»… Το υποσχεθήκαμε. Από εκείνη όμως την ημέρα η εκτίμησή μας για την Κυρία Πίσω Από Το Τζάμι, μεγάλωσε και εδραιώθηκε.
Κάθομαι και σκέφτομαι τον υπέροχο κόσμο που απλώνεται γύρω μας. Θα τον κατακτήσω μόλις ενηλικιωθώ! Για την ώρα ξεκουράζομαι στο πίσω μπαλκόνι της πονετικής κυρίας, δίπλα στο αδέρφι μου. Δεν μας βλέπω να μένουμε για πολύ ακόμα εδώ… Από ώρα σε ώρα νιώθω τις φτερούγες μου πιο γερές, πιο δυνατές. Χθες πετάξαμε με την αδελφή μου ως το πάρα-πάρα πέρα μπαλκόνι! Ήταν υπέροχα! Τα καταφέραμε μια χαρά! Σύντομα θα πετάξουμε μακριά. Αυτό το μπαλκονάκι όμως δεν θα το ξεχάσω. Ήταν πολύ φιλικό για μας. Αύριο, μεθαύριο, κάποια σύντομη μέρα τέλος πάντων, η Καλή Κυρία θ’ ανοίξει και δεν θα μας βρει εδώ… Την ευχαριστούμε για την φιλοξενία της. Κι ίσως κάποτε περνώντας από εδώ, σταθούμε να ξαποστάσουμε και ρίξουμε μέσα μια ματιά, να δούμε τι κάνουν οι ένοικοι του διαμερίσματος. Η μαμά μας είπε τι θα γινόταν αν πέφταμε στα νύχια των Πορτοκαλιών… Φρικίασα... Στο μέλλον, τούς ομοίους τους, θα τους προσέχω πολύ. Τι φταίνε κι αυτοί; Είναι το αρχέγονο ένστικτο του κυνηγού που τους καθοδηγεί. Γι’ αυτό κι εμείς πρέπει να έχουμε τα μάτια μας τετρακόσια…
Για την ώρα ξαπλάρω δίπλα στην αδελφούλα. Ραμφίζει και στρώνει τα πούπουλά της. Κοιτάζει με ενδιαφέρον τον Μεγάλο Πορτοκαλί που τραυλίζει στο αντίκρισμά μας πίσω απ’ το τζάμι. Άστον να του τρέχουν τα σάλια! Είμαστε προστατευμένα!
Α! κοίτα τον! Δεν μπορεί να πιάσει εμάς και τώρα κυνηγά… μια μύγα! Ποπό! Τι πηδήματα κάνει! Σωστός ακροβάτης!… Κοίτα πώς παραμονεύει… Όχ!… Στο παιχνίδι μπήκε και ο κύριος Λιανός! Πλάκα έχουν! Η μόνη αμέτοχη που τους κοιτά αφ’ υψηλού, η Τρίχρωμη Πριγκίπισσα! Έχει θρονιαστεί πάνω στους ώμους της μαμάς τους! Ένα χνουδάτο γουργουριστό αριστούργημα που κοιτά με μισόκλειστα μπριλαντένια μάτια, τους δύο αρσενικούς! Δες! Δες! Την έπιασαν! Την μύγα καλέ… Εε… Όχι! Τους ξέφυγε… Να! Την στρίμωξαν στο τζάμι! Την χτυπούν με τις πατουσίτσες τους! Τι κάνουν; Θα την φάνε; Μπα… Α!… Ξανατρέχουν πάλι! Εεε… Τι γίνεται; Δεν τους βλέπω πια! Άλλαξαν δωμάτιο! Άστους… Ώρα για μια μικρή ανάπαυλα. Ακουμπώ το κεφαλάκι μου στον απαλό ώμο της δίδυμής μου. Επιτέλους τελείωσε με την τουαλέτα της κι έκατσε ακίνητη, όπως με βολεύει…
Έχει και ελαφρύ δροσερό αεράκι… Ό,τι πρέπει για έναν γρήγορο υπνάκο. Γρήγορο, γιατί η ώρα που θα έρθει η μαμά με το γεύμα μας, πλησιάζει.
Ααααχ… Σ’ ευχαριστώ ηλιαχτίδα που με χαϊδεύεις!… Γεια σου!… Τώρα κοιμάμαι… Τι γαλήνη!... Θα τα ξαναπούμε σύντομα…
---------------------------------
Σ.Σ. Τα περιστεράκια παρέμειναν στο μπαλκόνι μας περίπου 6 ημέρες. Κάποιο πρωί πέταξαν μακριά. Ελπίζω να μην ξεχάσουν, ότι εδώ θα τους περιμένει πάντα μια φιλόξενη θέση. Και ίσως ξανάρθουν να ξαποστάσουν πετώντας κατά δω, κάποια στιγμή… Καλώς να ’ρθούν!...
---------
(Εμφανίσεις filonas.gr: 790)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου