Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

ΜΕΓΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ.....




Μεγάλα Ιστορικά Γεγονότα

δεμένα με τον απλό, αθάνατο Ελληνικό Λαό



Ο Οκτώβρης είναι μήνας που τον προσδιορίζουν μεγάλες στιγμές. Τρεις από τις ημέρες του ευωδιάζουν Ελλάδα και Πίστη. 26 του μηνός η γιορτή του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου. 27 η γιορτή της σημαίας. 28 η θρυλική επέτειος του «ΟΧΙ», η απαρχή του ηρωικού έπους του 1940. Ημέρα μνήμης και τιμής στους γνωστούς και άγνωστους στρατιώτες που πέσανε για την Λευτεριά. Ας είναι πάντα ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει από την Βόρειο Ήπειρο έως τη λεβεντογέννα Κρήτη μα, και όπου αλλού εκκλήθησαν να υπηρετήσουν στη φωνή της πατρίδος και έπεσαν υπερασπιζόμενοι τα ανώτερα, πατριωτικά ιδανικά.

Σήμερα θα αναφερθώ σ’ εκείνη την εποχή μέσα από άλλους δρόμους. Θα αναφερθώ σε γεγονότα που ήταν απόρροια της ναζιστικής κατοχής και του υπέροχου φιλότιμου του απλού ελληνικού λαού.

Πάμε στην πατρίδα μου στην Κεφαλλονιά. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στο νησί μας, ο πατέρας μου θα ήταν 14 χρονών περίπου και η μητέρα μου 9.

Απ’ τον πατέρα μου και τους γείτονές μου, άκουσα πολλές ιστορίες για τους Ιταλούς και την εποχή του πολέμου γενικότερα. Με θαυμασμό πάντα περιβάλανε έναν νεαρό άντρα, που έμενε λίγο πιο πέρα από μας, γιατί είχε γυρίσει τυφλός από την Αλβανία το ’40, έχοντας χαρίσει στην πατρίδα του το φως των ματιών του. Στον κεντρικό δρόμο της Σάμης έμενε ο κύριος Στεφάτος, που παρέδιδε μαθήματα Αγγλικών, κουνιάδος μιας καλής μου δασκάλας, της κυρίας Ρουμπίνας. Μου είχε κάνει εντύπωση το ότι η γυναίκα του, η κυρία Ήρα, φορούσε πάντα μαύρα. Δεν την είδα ποτέ με άλλο χρώμα, ενώ τα παιδιά της έδιναν την εντύπωση μιας ήρεμης ζωής. Αργότερα έμαθα ότι είχε χάσει τον πρώτο γιο της στον πόλεμο του 1940. Μέσα μου ένιωσα γι’ αυτήν την στωική γυναίκα μεγάλο σεβασμό. Μιλούσε, συγύριζε το σπίτι, πότιζε τα τσετσέλια της, τα χαρτάκια της, τις ντάλιές της, πήγαινε εκκλησία, όμως τα ρούχα της έδειχναν ότι δεν ξεχνούσε ποτέ. Ήταν και ο γιος της ένας από τους τόσους Άγνωστους Στρατιώτες που φτιάξανε το βιβλίο της Ιστορίας, έστω κι αν το όνομά τους είναι γραμμένο μόνον στις πονεμένες καρδιές των δικών τους ανθρώπων.

Την μητέρα μου τότε, η γιαγιά Αικατερίνη, η μαμά της, την είχε δώσει στην αδερφή της την θεία Σοφία, που ζούσε στην Κέρκυρα. Αργότερα γύρισαν στην Κεφαλλονιά, μετά τους συνεχείς βομβαρδισμούς του νησιού της Ναυσικάς. Μπαρκάρισαν κρυφά και μέσω Φισκάρδου επέστρεψαν στα Αντιπάτα. Όμως το μήνυμα ότι ο θείος αρρώστησε, έφερε γρήγορα πίσω τη σύζυγό του, όπου και σ’ έναν βομβαρδισμό, η καημένη θεία Σοφία έχασε τη ζωή της. Η μητέρα μου, αναθυμούμενη εκείνη την δύσκολη εποχή όταν ακόμα ζούσε στην Κέρκυρα, που την λάτρεψε, με τους αγαπημένους της συγγενείς, μας έλεγε πως κατά την Ιταλική επίθεση, 3000 άτομα κοιμόντουσαν κάθε βράδυ πάνω σε ψάθες, μέσα στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, του προστάτη του νησιού, τρώγοντας μόνον δύο κομμάτια γαλέτα που τους μοίραζαν το πρωί – το ημερήσιο γεύμα τους. 12 Δεκεμβρίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου, η εκκλησία ήταν πάλι γεμάτη πιστούς. Σβηστά τα καντήλια και τα φώτα, μπλε κόλλες στα παράθυρα, συσκότιση, γιατί όπου έβλεπε φως ο εχθρός βομβάρδιζε αδιακρίτως. Όταν οι Ιταλοί άρχισαν να τους βομβαρδίζουν πάλι εκείνη την ημέρα, πάγωσαν όλοι. Και τότε δύο βόμβες έπεσαν στα σκαλοπάτια του Ναού. Σείστηκε συθέμελα ο ναός, ο θόρυβος εκκωφαντικός, που η μητέρα μου θαρρεί ότι ακόμα τον ακούει να ηχεί στ’ αυτιά της σαν βοή κολάσεως. Όμως το θαύμα έγινε… Οι βόμβες δεν εξερράγησαν!… Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους. Ένα μόνο τζάμι έσπασε, μα τα κομμάτια του έπεσαν απ’ έξω. «Δείτε! ακούστηκε κάποιος να φωνάζει. Η χάρη Του έριξε απ’ έξω τα γυαλιά για να μην πέσουν επάνω μας!». Φανταστείτε ότι στο δάπεδο ήταν σαν σαρδέλες οι πιστοί ξαπλωμένοι. Αλίμονο αν είχαν πέσει πάνω τους τα τζάμια… Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή μιας μικρούλας πέντε χρονών: «Ένας παππούς! Ένας παππούλης! Νάτος! Ψηλά! Τον βλέπετε; Πετάει! Κρατάει τη σκεπή με τα χέρια του απλωμένα! Κοιτάξτε!!» Όλοι ρίγησαν. Κοίταξαν με δέος ψηλά, γιατί κατάλαβαν ότι ο Άγιός τους με τα χέρια ανοιχτά σε μια τεράστια αγκαλιά περιίπτατο όλων κρατώντας τον θόλο του ιερού Ναού Του, προστατεύοντας τους πιστούς Του. Τα αγνά μάτια της μικρούλας αξιώθηκαν να δουν κάτι που άλλοι δεν είδαν, αλλά όλοι το ένιωσαν. Το εκκλησίασμα δεν πρόλαβε να συνέλθει όταν εκείνη την στιγμή άναψαν από μόνα τους τα τρία καντήλια που κρέμονταν μπροστά στην Αγία Λάρνακα! Ιερά ρίγη συγκίνησης κατέκλυσαν τους πάντες. Και τότε, μέσα σε κατάσταση άφατης ευφροσύνης έτρεξαν όλοι, άναψαν όλα τα καντήλια, όλους τους πολυελαίους και σε λίγο ο ναός έλαμψε φωταγωγημένος! Και χωρίς ίχνος φόβου, σύσσωμο το εκκλησίασμα, όρθιοι άπαντες, άρχισαν να ψάλλουν το Μεγαλυνάριο του Αγίου:

Χαίρε Τριμυθούντος η καλλονή,
χαίροις Κερκυραίων ο σοφώτατος ιατρός
χαίροις της Τριάδος ο θείος μυστολέκτης,
Πατέρων μέγα κλέος, Σπυρίδων Άγιε.

Το μεγαλυνάριο του Αγίου ήχησε από 3000 ψυχές, πέρασε τους τοίχους και έκανε την πλάση να ριγήσει από αλλεπάλληλα κύματα χιλιάδων «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» που υψώθηκαν σαν στήλη ουρανομήκης ευχαριστήριας προσευχής προς τον εορτάζοντα, πολυαγαπημένο Άγιό τους.

Ήρθαν πυροτεχνουργοί που απασφάλισαν κατάπληκτοι τις δύο βόμβες – λέγεται ότι τις πέταξαν στη θάλασσα. Έκθαμβοι Ιταλοί στρατιώτες σταυροκοπιόντουσαν. Δύο απ’ αυτούς μπήκαν στον Ναό. Ο ένας προχώρησε, γονάτισε μπρος στην αγία λάρνακα και συντετριμμένος σταυροκοπήθηκε ψιθυρίζοντας: «Θαύμα! Θαύμα!», ενώ το εκκλησίασμα ξεσπούσε σε αναφιλητά χαράς και αγαλλίασης.

Απ’ τον πατέρα μου και από γείτονες, έμαθα ότι ο Ιταλικός στρατός Κατοχής δεν έκανε έκτροπα στην Κεφαλλονιά. Κρατούσαν βέβαια αυστηρά το πολεμικό τυπικό, καθώς και την ελπίδα μιας… μελλοντικής προσάρτισης των Εφτανήσων στην Ιταλία. Για την επίτευξη αυτού του ονείρου, το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας εγκατέστησε την έδρα Πολιτικών Αρχών στην Κέρκυρα, με ολόκληρο πρόγραμμα πραγματοποίησης του σκοπού τους, όπως π.χ. την καθιέρωση της Ιταλικής γλώσσας στα Γυμνάσια, χωρίς όμως να θιγεί η διδασκαλία της Ελληνικής, τόσο της Αρχαίας όσο και της Νέας. Κέντρο και έδρα των Στρατιωτικών τους Αρχών είχαν την Κεφαλλονιά, αλλά όσο καιρό έμειναν στο νησί, δεν φερόντουσαν βάναυσα στους νησιώτες.

Αφήνω την μέγιστη σοβαρότητα που εμπεριέχουν οι ανωτέρω πληροφορίες και περνώ στα πολλά περιστατικά των Ιταλών στρατιωτών, που αναφέρονται στον χαρακτήρα και στην στάση τους προς τους κατοίκους του νησιού. Κάποια από αυτά προκαλούν ευχάριστα μειδιάματα. Βλέπετε, θέλω να δώσω στο παρόν κείμενό μου μια άλλη διάσταση, στηριζόμενη στις αντιδράσεις των απλών ανθρώπων που σε καιρό πολέμου είναι τα ανώνυμα πιόνια στην σκακιέρα των ισχυρών. Η συμπεριφορά λοιπόν των Ιταλών στο νησί λογίζεται ανθρώπινη.

Αξέχαστη έμεινε η περίπτωση κάποιων Ιταλών που περνούσαν κάτω απ’ το μπαλκόνι μιας πανέμορφης Σαμικιάς, τραγουδώντας και αναστενάζοντας: «Ο, μπέλλα Κριστίνα! Μπέλλα Σινιορίνα!», χωρίς να πτοηθούν από την σεμνότητα της κόρης που μόλις τους άκουγε, άφηνε το μπαλκόνι της και έτρεχε στα ενδότερα του σπιτιού της.

Μαρτυρίες από την Διονυσία – Νία Σπαθή (πολύ κοινό το όνομα Σπαθή στην Κεφαλλονιά), γειτόνισσα καλή, που σου άρεσε να την ακούς να αφηγείται ιστορίες περασμένες.

Κάποια μέρα, ο κυρ Βινιεράτος, που είχε μαγειρείο, έχασε την γάτα του. Έψαξε παντού, μα άδικα… Δεν την βρήκε πουθενά… Την επαύριο έρχεται ένας Ιταλός στρατιώτης με έναν λαγό και του λέει να τον κάνει στιφάδο.

Το βράδυ μαζεύτηκαν μια παρέα για να δειπνήσουν με το κυνήγι που είχαν φέρει. Ο κυρ Βινιεράτος σερβίρισε το στιφάδο που ενθουσίασε τους στρατιώτες. Περνούσε έξω απ’ την ταβέρνα εκείνη την ώρα ο πατέρας μου με δύο άλλα παιδιά. Οι Ιταλοί, πίνοντας κρασάκι, είχαν έρθει σε ευθυμία και κάλεσαν τους πιτσιρικάδες να τους κεράσουν λαγό. Τα παιδιά ευχαρίστησαν και προσπέρασαν. Την άλλη μέρα, όλοι έμαθαν ότι ο ταβερνιάρης εκείνο το βράδυ παρ’ ολίγο να πάθει φαστίδιο, διότι μέσα στην ευθυμία του καλού δείπνου, οι Ιταλοί του ομολόγησαν με γέλια, ότι ο λαγός ήταν η χαμένη… γάτα του! Ακούγοντας ο καημένος κυρ Βινιεράτος ότι είχε μαγειρέψει την ίδια του τη γάτα, λίγο έλειψε να τα τινάξει! Ο δε πατέρας μου, ευλογούσε την ώρα που… η ελληνική αξιοπρέπεια δεν τους άφησε να καταδεχτούν το ιταλικό κέρασμα, γιατί ο νους τους δεν το χωρούσε ότι, άθελά τους θα έτρωγαν την αγαπητή, αλλά άτυχη ψιψίνα της ταβέρνας…

Μια-δυο φορές όμως σοκολάτες είχαν πάρει απ’ τους Ιταλούς.

Αλλά, τα πάντα άλλαξαν, μας έλεγε ο πατέρας μου, όταν ήρθαν οι Γερμανοί. Σκληροί, αδίσταχτοι, απρόσιτοι, αγέλαστοι, στυφοί. Ο μπαμπάς αργότερα τελείωσε την Σιβιτανίδειο Σχολή. Από μικρός όμως καταπιανόταν με παντός είδους επιδιορθώσεις. Κάποτε λοιπόν, χάλασε το ραδιόφωνο του αξιωματικού της Κομαντατούρ. Ένας αχαρακτήριστος «Έλληνας» πληροφόρησε τους Γερμανούς ότι ο Κωστάκης Βουτσινάς μπορούσε να φτιάξει το χαλασμένο ράδιο. Ο μπαμπάς μετεφέρθη πάραυτα στο γραφείο του αξιωματικού. Προσπάθησε να εξηγήσει ότι δεν ήταν επαγγελματίας, αλλά η ομολογία αυτή θεωρήθηκε αντίσταση κατά της Γερμανικής αρχής και την επόμενη στιγμή, ο τότε πιτσιρικάς Κωνσταντίνος, βρέθηκε με ένα πιστόλι να τον κοιτάζει καταπρόσωπο, ενώ στ’ αυτιά του ηχούσε η ατσάλινη φωνή του κατόχου του όπλου: «Ή το φτιάχνεις ή από εδώ φεύγεις μόνον νεκρός».

Δεν πίστεψαν ότι ο νεαρούλης όντως δεν γνώριζε. Άλλα τους είχε πει ο πληροφοριοδότης τους. Και τότε ο Κώστας άρχισε να τρέμει. Άδικα ψηλάφισε ξανά και ξανά το ρημάδι το ραδιόφωνο. Όταν κατάλαβε ότι δεν θα τα κατάφερνε, η τρεμούλα του δυνάμωσε. Για να κρύψει την ήδη ανεξέλεγκτη τρεματούρα του, ακούμπησε βαριά το κορμί του στο γραφείο – όπου πάνω του βρισκόταν το ράδιο. Και τότε… Αλληλούια! Το ραδιόφωνο άρχισε να παίζει!… Τι είχε συμβεί; Απλούστατα… Εκείνη την εποχή τα ράδια λειτουργούσαν με λυχνίες. Κάποια λυχνία λοιπόν, δεν είχε τη σωστή επαφή… Με το τρέμουλο του Κώστα, η επαφή έγινε και το θαύμα επετεύχθη! Το ράδιο λειτούργησε και η καρδιά του νεαρού ήρθε στην θέση της, έστω και μετά από ώρα πολλή… Φεύγοντας από εκεί, οι Γερμανοί του επέδωσαν βιβλιάριο, εις το οποίο ανεγράφετο ότι ο Κ. Βουστινάς, είναι… ραδιοτεχνίτης! Η περιπέτεια δεν επανελήφθη. Η άδεια δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Ο Κωνσταντίνος την έκρυψε για να την καταστρέψει αργότερα, αλλά δεν ξέχασε την τρομάρα που πέρασε. Ο πιτσιρικάς μεγάλωσε, έγινε πατέρας και ιστορούσε στα παιδιά του, μαζί με άλλα γεγονότα, την μία και μοναδική φορά προσωπικής επαφής με τον κατάπτυστο εχθρό. Με τους Γερμανούς στο νησί, η Κατοχή ήρθε ουσιαστικά άτεγκτη. Οι νεότεροι κατέφευγαν στα βουνά, στην Αντίσταση. Τα χρόνια δύσκολα, εφιαλτικά. Ώσπου ήρθε η ευλογημένη ώρα της Λευτεριάς. Πριν από αυτό όμως, συνέβη κάτι που συντάραξε το νησί και η αδικία και η φρίκη που εμφανίσθηκαν, έκαναν τους Κεφαλλονίτες να σταθούν στο πλάι των πρώην εχθρών τους, των Ιταλών.

Κι αυτό, διότι οι Γερμανοί διέπραξαν άλλο ένα τερατώδες, στυγνό έγκλημα, που αναστάτωσε και ταρακούνησε τους πάντες.

Οι Γερμανοί, απ’ τη στιγμή που διαλύθηκε η συμμαχία τους με τους Ιταλούς, τους κυνήγησαν ανελέητα. Το ίδιο έκαναν και με τους Ιταλούς που ευρίσκοντο στην Κεφαλλονιά. Αποβιβάστηκαν (1943) στο πολύπαθο νησί και κατέστρεψαν τους πρώην συμμάχους τους, με διαταγή του Χίτλερ, παραβιάζοντας τις διεθνείς συνθήκες, προκαλώντας την φρίκη στους ταλαιπωρημένους νησιώτες, που συνάμα πλημμύρισαν οργή για τους βασανιστές και αληθινά συναισθήματα συμπόνιας για τους δυστυχείς Ιταλούς. Οι Κεφαλλονίτες συγκλονίστηκαν κυριολεκτικά από την φρικτή σφαγή της Ιταλικής Μεραρχίας “Aiqui”. Τώρα, δεν ήταν κατακτητές, ήταν κατατρεγμένοι, όπως και όλη η άλλη Ελλάδα. Η Κεφαλλονιά, μετά την εισβολή των Γερμανών στα πολύπαθα εδάφη της, επλήγη καίρια με αλλεπάλληλες εκτελέσεις, συνεχείς θανατώσεις, τρομερές καταστροφές. Ένα τραγικό παράδειγμα, η ολοσχερής ισοπέδωση του Αργοστολίου με συνεχείς βομβαρδισμούς, αν και γνώριζαν ότι στην πόλη υπήρχε μόνον άμαχος πληθυσμός…

Παρ’ όλο όμως το ζοφερό κλίμα, οι Κεφαλλονίτες δεν έμειναν αμέτοχοι μπροστά στην τόσο άδικη, απάνθρωπη σφαγή της Μεραρχίας “Aiqui”. Το αθώο αίμα που χύθηκε σαν καταρράκτης, συγκλόνισε τους νησιώτες. Οι Γερμανικές διαταγές για όποιον βοηθούσε Ιταλό ήταν καταπέλτης. Ο τόπος βούιξε όταν ανακοινώθηκε ότι ο Γεράσιμος Βαλιανάτος εξετελέσθη δια της αγχόνης την 29η Δεκεμβρίου 1943 και ώρα 17η. Κι αυτό, γιατί είχε βοηθήσει Ιταλό στρατιώτη – ένα από τα τόσα δείγματα της γερμανικής θηριωδίας, που δεν έπαψε ποτέ να δείχνει το ματωμένο πρόσωπό της.

Οι Γερμανοί εφάρμοζαν με φρικιαστικό τρόπο ακόμα και τις πιο απάνθρωπες διαταγές τους. Όμως οι Κεφαλλονίτες δεν πτοήθηκαν. Ριψοκινδυνεύοντας την ίδια την ζωή τους, αλλά και της οικογένειάς τους, δεν δίστασαν ούτε στιγμή να κρύψουν ή να βοηθήσουν με κάθε τρόπο όσους Ιταλούς είχαν ξεφύγει. Τους φυγάδευσαν στα βουνά, τους έκρυψαν στο κατώι του σπιτιού τους, τους μετέφεραν μυστικά στην Ηπειρωτική Ελλάδα, τους έστειλαν στην σωτηρία με τα καΐκια τους, δείχνοντας οι πονεμένοι, χιλιοταλαιπωρημένοι Κεφαλλήνες απαράμιλλο θάρρος, απροσμέτρητη αυτοθυσία, αγγελικό ανθρωπισμό, θαυμαστή αλληλεγγύη και μοναδικό αλτρουισμό. Παραβλέποντας τον πραγματικό, τρομερό κίνδυνο του αιμοσταγούς Ναζισμού, συνέδραμαν παντοιοτρόπως τους εναπομείναντες καταδιωκόμενους πλέον Ιταλούς, διδάσκοντας στους λαούς τι εστί ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και αληθινός αλτρουισμός. Έστω κι αν γύρω όλα είναι ζοφερά και γκρίζα.

Οι Κεφαλλήνες έθαψαν με σεβασμό τα άταφα σώματα των Ιταλών στρατιωτών, παρά τις διαταγές των Γερμανών. Οι Ιταλοί, μετά την απελευθέρωση, ύστερα από την πάροδο κάποιων ετών, ερχόμενοι για επιμνημόσυνη δέηση στο νησί, στο μνημείο των Πεσόντων της Μεραρχίας “Aiqui” στο Αργοστόλι την 1η Μαρτίου του 2001, παρουσία του τότε Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Στεφανόπουλου, εξέφρασαν τα ειλικρινή τους «ευχαριστώ» για την αληθινά χριστιανική συμπεριφορά των Κεφαλλονιτών προς τους προσφιλείς τους Ιταλούς νεκρούς. Ο δε πρώην Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας CarloCiampi, τόνισε ότι «Η στάση των ανδρών της “Aiqui” υπήρξε η πρώτη πράξη της Αντίστασης για μια Ιταλία ελεύθερη από τον φασισμό».

Η μεταπολεμική δημοκρατική Ιταλία προσδίδει όντως στην υπόθεση της Κεφαλλονιάς και της Μεραρχίας “Aiqui” υψίστη σημασία και δηλώνει ότι η αποτρόπαια σφαγή των ανδρών της, είναι μια μεγίστη θυσία, που αποτελεί σήμερα για την Ιταλία την «Αυγή της Αντίστασης».

Θα σας αναφέρω αληθινά περιστατικά που δεν τα γράφει το βιβλίο της Ιστορίας, αλλά που χωρίς αυτούς τους ανώνυμους γενναίους Έλληνες, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν θα είχε γραφτεί ποτέ.

Λοιπόν: Μετά τους φοβερούς σεισμούς του 1953, μπήκαμε – μετά από 4 χρόνια που παραμέναμε περιμένοντας σε παράγκες – επιτέλους στα σπίτια μας. Δεν είχαν την διαφορετικότητα και την αίγλη των προσεισμικών κτισμάτων, έμοιαζαν όλα ίδια, αλλά ήταν τουλάχιστον αντισεισμικά. Αυτό τότε μας υπεραρκούσε. Η ανοικοδόμηση σπιτιών με προσωπικότητα, άρχισε πολύ αργότερα. Το σπιτικό μας ήταν δίπλα στο σπιτικό μιας οικογένειας ονόματι Σπαθή. Απ’ την πρώτη στιγμή τα μέλη και των δύο οικογενειών ταίριαξαν απίθανα. Οι δε αρχηγοί – πατεράδες, ο Κώστας και ο Βαγγέλης, παρά τις διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις τους, συνδέθηκαν με αληθινή φιλία, σεβασμό, κατανόηση και άμετρη ευγένεια.

Ο Βαγγέλης και η σύζυγός του η κυρία Αγγελική, νοικοκυραίοι στο έπακρο, θεωρούνται από την οικογένειά μου κάτι περισσότερο από απλοί γείτονες. Ήταν οι ξεχωριστοί «συγγενείς μας», γι’ αυτό και το «κυρ Βαγγέλη», αντικαταστάθηκε αυτόματα από την οικογένεια Βουτσινά σε «κουμπάρο Βαγγέλη».

Ζήσαμε δίπλα τους μαγευτικά χρόνια. Τι να θυμηθώ: τις φράουλες που χάριζε ο κουμπάρος Βαγγέλης στην μικρότερη αδελφούλα μου την Αντζέλα; Τις ατέλειωτες συζητήσεις του με τον πατέρα μου; Την ευγένεια της κόρης τους της Πόπης, που ήταν χρυσοχέρα και χανόμουν στα φιγουρίνια της ή χάζευα τις συζητήσεις με τα κορίτσια της γειτονιάς που μαζεύονταν σπίτι τους; Τους ολάνθιστους λουλουδιασμένους κήπους και των δύο σπιτιών με τα φούλια, τα μπουγαρίνια, τα νυχτολούλουδα, τα ρόγκολα, τις νυφούλες και μαργαρίτες; Ένα μικρό – ως το γόνατο – τοιχάκι μας χώριζε… Μία ζωή δίπλα-δίπλα και αγαπημένοι. Μα και εκείνο το βράδυ που ξεχείλισε ο διπλανός χείμαρρος και το νερό μετά από μία δυνατή νεροποντή, έφτασε ως τα σκαλοπάτια του σπιτιού μας, στο σπίτι του κουμπάρου Βαγγέλη και της κυρίας Αγγελικής βρήκαμε καταφύγιο όλη τη νύχτα! Ο πατέρας μου μας πήρε μαζί με τον αλησμόνητο σκύλο μας, τον Ντικ, και πήγαμε στους γείτονές μας, ώσπου την άλλη μέρα τα νερά τραβήχτηκαν και ξαναγυρίσαμε ασφαλείς στο δικό μας σπιτικό.

Όλα αυτά σας τα λέω για να δείτε ότι πλάι μας έμενε μια φυσιολογική, καλόγνωμη, απλή οικογένεια. Όμως, ο πατριάρχης αυτής της οικογένειας υπήρξε ένας αφανής ήρωας. Κανένα βιβλίο Ιστορίας δεν τον αναφέρει, ανήκει κι αυτός στην μεγάλη εκείνη μερίδα των αφανών ηρώων που θεμελίωσαν τη Νέα Ελλάδα.

Ποτέ δεν είχα δει τον κουμπάρο Βαγγέλη να διαβάζει Ρομάντζο, Θησαυρό, Ντομινό – περιοδικά της εποχής. Ήταν με ένα λεξικό στο χέρι, την απαραίτητη εφημερίδα ή βυθιζόταν στην ανάγνωση της εγκυκλοπαίδειας. Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο και ο πατέρας μου την Σιβιτανίδειο. Ο πατέρας – λάτρης του καλού βιβλίου και ο ίδιος - τον έλεγε με θαυμασμό: «Κινητή εγκυκλοπαίδεια» και τον θαύμαζε για την ανοχή του στα ανάλατα φαγητά – δίαιτα που έπρεπε να ακολουθεί για λόγους υγείας – ενώ ο ίδιος δεν εννοούσε να κόψει το τσιγάρο, που ήταν και η αιτία της γρήγορης κατάληξής του.

«Αξιολογότατος άνθρωπος ο γείτονάς μας, μας έλεγε. Έχει σώσει αρκετούς Ιταλούς τότε που τους κυνήγησαν οι Γερμανοί. Στάλθηκε και στην εξορία, έφαγε ξύλο, αλλά στην καρδιά του υπάρχει μόνον αγάπη. Γι’ αυτό και οι συμπατριώτες μας τον βγάζουν συνεχώς Πρόεδρο».

Αργότερα, έμαθα περισσότερα για την δράση του κουμπάρου Βαγγέλη. Ο ένας γείτονας, αφανής ήρωας, ο άλλος χαρισματικός ομιλητής, αγνός, άψογος πατέρας και ερωτευμένος σύζυγος.

Παρά την κάποια διαφορά ηλικίας, οι δύο άντρες ταίριαξαν υπέροχα κι αυτό, γιατί ήταν αληθινά ιδεαλιστές και δεν είχαν ίχνος μνησικακίας μέσα τους. Μπορούσαν να ξεκαρδιστούν στα γέλια, πλέκοντάς τον… επικήδειο της σιόρας Αλίκης (!) ή να συζητούν επί ώρες σοβαρά για τα μύρια θέματα της πολιτικής, όσο η κυρία Αγγελική έφτιαχνε το φαγητό που ευωδίαζε στην τσερέπα. Στον δικό τους φούρνο, η σιόρα Αλίκη ετοίμαζε την κρεατόπιτα ή μαγείρευε στη γκαζιέρα μας την γιαχνιστή πατσά με ξύδι, που η μοσχοβολιά της έφθανε πάνω στη δημοσιά.

Ο κουμπάρος Βαγγέλης λοιπόν, μετά την απελευθέρωση, κατά τον Εμφύλιο, υπήρξε Πρόεδρος στο Λαϊκό Δικαστήριο. Παντρεμένος με παιδιά, πήγε εξορία στην Ικαρία και στην Λέρο. Τελειώνοντας ο εμφύλιος σπαραγμός, γύρισε στην Κεφαλλονιά. Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν εκλέγοντάς τον Πρόεδρο πολλές φορές. Να τονίσω εδώ, ότι όσες φορές βγήκε Πρόεδρος εργαζόταν αφιλοκερδώς, διότι τότε οι πρόεδροι δεν πληρωνόντουσαν. Αργότερα Πρόεδρος έγινε ο πρωτότοκος γιος του ο Διονύσης, ενώ το στερνοπούλι, ο γιος του ο Ανδρέας, Καπετάνιος. Η δεύτερη κόρη του Κάκια παντρεύτηκε στην Κέρκυρα και η τρίτη, η Πόπη στην Σάμη.

Θα ήταν περίπου το 1943, και η Πόπη επτά ετών - η θυγατέρα του με την οποία μίλησα για επιπλέον πληροφορίες - όταν ο Βαγγέλης Σπαθής, με την οικογένειά του, ζούσε στα Μουζακάτα Κεφαλληνίας. Πάγωσαν όλοι όταν έμαθαν τη σφαγή της Μεραρχίας “Aiqui” από τους Γερμανούς και γνώριζαν τις τρομερές ποινές που εξήγγειλαν οι Ναζί για όποιον Κεφαλλονίτη τολμούσε να συνδράμει Ιταλό στρατιώτη. Όμως οι Κεφαλλήνες δεν τους άκουσαν. Με κίνδυνο την ζωής τους, βοήθησαν όσους περισσότερους κατατρεγμένους – πρώην εχθρούς τους – μπορούσαν. Η καρδιά των Κεφαλλήνων τεράστια και ο ηρωισμός τους ανυπέρβλητος. Τα νέα κυκλοφόρησαν αστραπιαία. Πληροφορήθηκαν πως οι Γερμανοί έβαλαν τους Ιταλούς στη σειρά ότι θα τους φέρουν στη Σάμη, που είναι το λιμάνι, για να φύγουν, κάτι που ήταν δυστυχώς ψέμα φριχτό. Τους μάζεψαν στο Αργοστόλι, τους πέρασαν από την πλατεία Βαλλιάνου, τους πήγανε παραέξω από το Αργοστόλι, στο Λιβάδι, και εκεί τους θέρισαν. Σκότωσαν εν ψυχρώ και μαζικά 4.000 Ιταλούς στρατιώτες και 140 αξιωματικούς (Άλλοι λένε τουλάχιστον 4.700 ή 5.000 υπαξιωματικούς και οπλίτες, συν 189 αξιωματικούς – άλλοι πάλι ανεβάζουν τον αριθμό σε 325, εκτός από αυτούς – βαθμοφόρους και μη - που έπεσαν στο πεδίο της μάχης). Πέταξαν ψυχρότατα τα πτώματα των άτυχων Ιταλών στο Λιβάδι, σε πηγάδια, σε χαντάκια και χαράδρες. Οι νησιώτες ανέφεραν ότι για χρόνια εκείνο το σημείο μύριζε αίμα.

Δύο νεαροί Ιταλοί γλίτωσαν και φτάσανε στα Μουζακάτα. Εκεί, ο νεαρός τότε οικογενειάρχης, Ευάγγελος Σπαθής, γνωρίζοντας τον κίνδυνο που διέτρεχε η οικογένειά του και ο ίδιος, αν κάποιος τον πρόδιδε, πήρε τους δύο Ιταλούς, τους έντυσε με απλά ρούχα χωρικών, τους κράτησε σπίτι του και τους έκρυψε στο κατώι του. Και όλοι στο κόλπο. Ακόμη και η Πόπη, η μικρούλα εφτάχρονη, συμμετείχαν στην ηρωική απόφαση του πατέρα. Μια ολόκληρη ελληνική οικογένεια ηρώων, απ’ τον πατέρα και την κυρά του την άξια Αγγελική, ως το στερνοπούλι τον Αντρέα.

Στο σχέδιο και η πρώτη εξαδέλφη του Βαγγέλη, η Χαρά Σπαθή, φαρμακοποιός. Μετά την απελευθέρωση, άνοιξε φαρμακείο στη Σάμη, όπου την θυμάμαι κι εγώ – μεγάλη πια, αλλά πάντα λεπτή, καλοστεκούμενη και εξυπηρετικότατη. Η Χαρά είχε μία αδελφή, την Μαρία, παντρεμένη με τον Γεράσιμο Μιχαλίτση, ο οποίος είχε καΐκι. Συνεννοήθηκαν όλοι μαζί και ανακοίνωσαν στους δύο Ιταλούς το σχέδιο διαφυγής τους. Ο Γεράσιμος Μιχαλίτσης, καπετάνιος, πήρε στο καΐκι του ένα βράδυ τους δύο Ιταλούς και τους φυγάδευσε στον Αστακό.

Από κει ο ένας, ο Κάρλος, έφυγε και γύρισε μυστικά στην Ιταλία. Ο άλλος, ο Λέων, έμεινε στον Αστακό, ανέβηκε στα βουνά, μπήκε στην Αντίσταση και πολεμώντας σκοτώθηκε σε χώμα ελληνικό.

Ο Κάρλος που ή είχε τυπογραφείο ή ήταν δημοσιογράφος, ξανάκτισε στην πατρίδα του την ζωή του και έκανε οικογένεια. Εν τω μεταξύ συνέβη κι άλλο γεγονός.

Σ’ ένα χωριό κοντά στον Άγιο Γεράσιμο, τα Τρωϊανάτα, υπήρχαν πολλοί Ιταλοί. Μια μέρα λοιπόν, οι Γερμανοί τους έβαλαν στη σειρά ότι θα τους μοίραζαν – τάχα – φαγητό. Όμως, αντί για φαγητό, μόλις οι Ιταλοί στοιχήθηκαν, άρχισαν να τους γαζώνουν με οπλοπολυβόλα. Ένας μόνο σώθηκε. Έτρεξε, σύρθηκε, κρύφτηκε, έφτασε περπατώντας κάθιδρος στα Μουζακάτα. Και αυτόν ο Βαγγέλης ο Σπαθής τον συνέδραμε. Τον έντυσε πολιτικά, του προσέφερε την προστασία του και τον παρουσίασε σαν εργάτη. Έτσι, αν κάποιος Γερμανός ρωτούσε κάτι, θα του έλεγαν ότι είναι δικός τους άνθρωπος που ήρθε σε ανάγκη και του έδωσαν δουλειά. «Να… Δεν βλέπετε; Δουλεύει στα κτήματα της οικογένειας», θα έλεγαν. Ο Ιταλός αυτός δεν περίμενε. Έφυγε μόνος του ένα βράδυ. Τον αναζήτησαν, αλλά δεν έμαθαν ποτέ τι απέγινε.

Μετά από αρκετά χρόνια, ένα καράβι με μαύρα πανιά – λένε – μάλλον όμως με μεσίστια σημαία, ήρθε στην Κεφαλλονιά από την Ιταλία να πάρει τα κόκαλα των αδικοσκοτωμένων συγγενών και συμπατριωτών τους. Ανάμεσά τους, ένας ζητούσε να βρει τον σινιόρε Βαγγέλη… Και τον βρήκε. Τον βρήκε στη Σάμη, γιατί όταν το 1943 οι Γερμανοί έκαιγαν τα Μουζακάτα, η οικογένεια Σπαθή κατέφυγε σύσσωμη στη Σάμη.

Ο νεαρός άντρας ήταν ο Κάρλος και η στιγμή που συναντήθηκαν οι δύο άντρες τρομερά συγκινητική…

Είχε φέρει λουλούδια για την Χαρά Σπαθή και μάλιστα είπε ότι: «Αν δεν ζει θα τα αφήσω στον τάφο της». Όμως, η Χαρά ζούσε και της τα έδωσε προσωπικά μέσα σε πελάγη ευτυχίας.

Στον σωτήρα του Βαγγέλη, στο δεύτερο ταξίδι του, αφού διαπίστωσε ότι ήταν ζωντανός, έφερε δώρο χρυσά μανικετόκουμπα και στη νεαρή πια Πόπη – θα ήταν τότε περίπου 18-20 χρονών – ένα ωραιότατο φόρεμα. Έκτοτε, ο Κάρλος με την οικογένειά του ήρθε πολλές φορές από την Ιταλία στη Σάμη και πάντα έδειχνε την ευγνωμοσύνη τους στους σωτήρες του. Γιατί εκτός από τον Βαγγέλη Σπαθή, ποτέ δεν ξέχασε την φαρμακοποιό ξαδέλφη Χαρά Μιχλίτση, τον γενναίο Γεράσιμο Μιχαλίτση και την υπομονετική συμβία του Μαρία. Η Μαρία Μιχαλίτση μάλιστα, φιλοξενήθηκε πολλές φορές από την οικογένεια του Κάρλος στην Ιταλία.

Σιγά-σιγά, με την πάροδο των χρόνων, τα ταξίδια αραίωσαν και η ζωή κύλησε με τα καλά και τα κακά της.

Σήμερα από την οικογένεια Σπαθή υπάρχει η Πόπη, η Κάκια και ο Διονύσης (με τα παιδιά τους φυσικά και τα εγγόνια τους), καθώς και οι απόγονοι του Αντρέα. Από την οικογένεια Μιχαλίτση, τα αγαπημένα του ανίψια.

Τα σπουδαία ιστορικά γεγονότα αποτελούνται από χιλιάδες μικρές ανθρώπινες ιστορίες, που δεν τις γράφει είπαμε, το επίσημο βιβλίο της Ιστορίας. Μένουν όμως βαθιά χαραγμένες στην καρδιά και στο DNA (Ντι-Εν-Έι) του λαού, που δεν ξεχνά και πλάθεται με το ιδιαίτερο εκείνο θείο υλικό, που σιγοκαίει μέσα στον κάθε απλό άνθρωπο και που, στην κατάλληλη στιγμή, εκτινάσσεται, μετατρέποντας τον αφανή ναυτικό ή αγρότη σε ολόφωτο ήρωα. Όλοι αυτοί οι ανώνυμοι ήρωες είναι ο γνωστός σε όλους μας ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ένας μικρός φόρος τιμής προς αυτούς τους αφανείς ημίθεους, είναι η υποχρέωσή μας να μην τους ξεχάσουμε ποτέ. Να μην ξεχάσουμε ποτέ τους αγώνες τους, την πίστη, το φιλότιμο, την παλικαριά τους. Γυναίκες, άντρες και παιδιά είναι οι πολυαγαπημένοι αφανείς ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΑΣ. Τα ονόματα των πρωτεργατών των νικών, γνωστά. Το όνομα όμως του γιου του δασκάλου, της κόρης του μανάβη, του εγγονού του έμπορα, που αγωνίσθηκαν για την Λευτεριά, δεν είναι γραμμένα πουθενά. Τα γνωρίζουν βέβαια οι στενοί συγγενείς, αυτοί που απαρτίζουν τον αδάμαστο ελληνικό λαό. Η ιστορία των πολέμων για τους επερχόμενους είναι, όχι μόνον αποτελέσματα μαχών, αλλά και απλά καθημερινά γεγονότα.

«Πάρε Έπη δύο φούχτες σταφίδες και πήγαινε να παίξεις. Μην τις σπείρεις, γιατί αυτό είναι το φαΐ σου σήμερα. Α, στάσου, πάρε και μια χούφτα στραγάλια και άντε τώρα. Τα σχολεία έτσι κι αλλιώς κλείσανε. Να προσέχεις». Αυτά έλεγε η μάνα της στην Έπη Πρωτονοταρίου κατά τη βάρβαρη Γερμανική Κατοχή, σε κάποια γειτονιά της αποστεωμένης από την πείνα Αθήνας, και αυτή μας τα εξιστορούσε, όταν Καθηγήτρια Εικαστικών χρόνια αργότερα, δίδασκε στην «Σχολή Αηδονοπούλου», όπου ήμουν δασκάλα. Την είχα καλέσει στην τάξη μου να μιλήσει ως αυτόπτης μάρτυρας εκείνων των σκοτεινών χρόνων. Έτσι τα παιδιά θα καταλάβαιναν ότι η ιστορία δεν είναι κάτι το αφηρημένο που δεν έχει σχέση με μας…

Η θυσία των Καλαβρύτων, του Διστόμου, οι νεκροί από την πείνα στα πεζοδρόμια της Αθήνας, ο τυφλός γείτονάς μου από το Αλβανικό έπος, η πύρινη αντίσταση αντρών και γυναικών, οι γεμάτοι ψείρες ερχόμενοι από τα Αλβανικά σύνορα φαντάροι μας, ο παππούς του μαθητή μου Μιχάλη Μάσιου, Μιχάλης κι ο ίδιος, που έζησε μέρες φρίκης στην Βόρεια Ήπειρο και εκεί μένει ακόμα με την γυναίκα του, η μάνα μου στα σκαλοπάτια του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα, μικρό κοριτσάκι, ο πατέρας μου παιδάριο να τρέχει μην τους βρει πέρα της ορισθείσας ώρας κάποιος Γερμανός το βράδυ, το τραγούδι του Ιταλού στη Χριστίνα, τα ποτάμια αίματος, η φρίκη του πολέμου, όλα απαρτίζουν μια, πιο ανάγλυφη στην ανάγνωσή της, σελίδα της εποχής εκείνης.

Προδότες, δοσίλογοι, μαυραγορίτες, ήρωες, αλτρουισμοί, θυσίες, σπαραγμοί, συνθέτουν τον καμβά του κάθε πολέμου.

Μακάριοι όσοι μπορούν να ζουν χωρίς τύψεις, υπερήφανοι για τα κατορθώματά τους, έστω και αν το επίσημο κράτος δεν θα τα μάθει ποτέ. Τα παιδιά όμως και τα εγγόνια τους θα λένε υπερήφανα για την καταγωγή τους και την τρανή γενιά που τα έσπειρε:

«Εμένα ο παππούς μου με κίνδυνο της ζωής του έσωσε τρεις Ιταλούς!»

«Κι εμένα η γιαγιά μου έκρυψε στο κατώι έναν Άγγλο αεροπόρο για πέντε ολόκληρους μήνες!».

«Εμένα ο γιος μου βρίσκεται κάπου θαμμένος στην Αλβανία. Δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να πάρουμε τα οστά όλων όσων έπεσαν εκεί ψηλά. Περιμένω…».

Αυτά αρκούν. Γιατί η μνήμη είναι το μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ για όσους αγωνίστηκαν με χίλιους τρόπους για την Ελευθερία και την Ανθρωπιά.

Ας είμαστε υπερήφανοι για τον κάθε Βαγγέλη Σπαθή, για την κάθε Πόπη που ζει ανάμεσά μας, για την κάθε Αλίκη που δεν ξεχνά και μεταλαμπαδεύει στα παιδιά της τις πολύτιμες αναμνήσεις της, οι οποίες είναι η πιο αγνή, ακέρια και ανθρώπινη μορφή ιστορίας.

Πολυάνθη Βουτσινά

--------------------------------------------------------------

Σ.Σ.1: Οι Ιταλοί κατάφεραν και συνέλεξαν όλα τα οστά των σκοτωμένων στην Αλβανία συμπατριωτών τους.

Εμείς μόνον ένα μέρος καταφέραμε να συλλέξουμε. Ίσως σύντομα οι κρατούντες ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ιταλικής Κυβέρνησης και τα οστά των ηρωικών νεκρών Ελλήνων στρατιωτών μας, επιστρέψουν κάποτε και αγκαλιαστούν από την πατρική γη, για την οποίαν έδωσαν με άφθαστο ηρωισμό τα νιάτα και την ζωή τους.

Αυτό αποτελεί μέγιστο καθήκον της Ελληνικής Πολιτείας.

Σ.Σ.2: Για την ιστορία της τραγικής μεραρχίας “Aiqui” και τον ανυπέρβλητο ηρωισμό των Κεφαλλήνων, θα γράψω εκτενέστατα άλλη φορά.

--------------------------------------------------------------

Πηγές:
  1. Πηνελόπη (Πόπη) Σπαθή – Γιακουμάτου
  2. Αικατερίνη (Κάκια) Σπαθή – Αρβανίτου
  3. Αλίκη Βουτσινά, σύζυγος Κωνσταντίνου
  4. Τάσος Ε. Νοδάρος – Πτυχιούχος Πολιτ. Επιστημών και Δημ. Διοίκησης:

«Η παράδοση και η σφαγή των ανδρών της Ιταλικής 33ης Ορεινής Μεραρχίας Πεζικού “Aiqui” και η ανάληψη της Στρατιωτικής Διοίκησης της Κεφαλλονιάς από τους Γερμανούς –Σεπτέμβριος 1943».

(Εμφανίσεις filonas.gr: 1.103)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου