Δεν μπορώ να κρατήσω τον χρόνο που φεύγει... Πόσο φοβάμαι πως δεν θα προλάβω να τελειώσω, να ολοκληρώσω πράγματα που άφησα για το «Αύριο»...
Θέλω τόσα πολλά να κάνω, μα φοβάμαι... Προλαβαίνω;
Δεν μπορώ να κρατήσω τον χρόνο που φεύγει... Κυλά μέσα από τα δάκτυλά μου όπως η άμμος στην κλεψύδρα...
Νιώθω νέα, αλλά πόσο διαφέρει το «νιώθω» από το «είμαι»...
Κάποτε δεν καταλάβαινα το: «Ο χρόνος φεύγει σαν τον άνεμο»... Τώρα καταλαβαίνω κι είναι κρίμα...
Ένα παράπονο... Ατελείωτο... Μια νέα γυναίκα εγκλωβισμένη σ’ ένα ταλαιπωρημένο σαρκίο... Είναι η φυλακή μου... Πότε κλείστηκα στο κελί μου; Πονάνε τα πόδια... Πονά η μέση... Μα το μυαλό πατάει αφυλάκιστο, ελεύθερο... Η καρδιά τολμάει να ονειρεύεται... Μόνο που τώρα γνωρίζει ότι κάποια όνειρα θα μείνουν μόνον όνειρα...
Δεν θέλω να προσπαθήσω; Αφέθηκα; Ίσως... Κούραση... Κούραση... Κούραση εσωτερική... Δείγμα των χρόνων που κουβαλώ; Φόβος για το αύριο;
Ένας ζωγραφικός πίνακας το ταξίδι μου στη γη... Αριστερά, βουνά πράσινα, γλαρά κι απέναντι στο βάθος η γαλάζια γραμμή του ορίζοντα...
Είμαι στην κορυφή της οροσειράς, μέσα σε αχνορόδινα σύννεφα και χιλιόμετρα μακριά από μένα η γραμμή που σμίγει ο ουρανός με τη γη... Λάθος... Όχι «είμαι»...
Ή μ ο υ ν... Τώρα περπατώ προς τη γραμμή του ορίζοντα, να συναντήσω τα σύνορα θάλασσας και ουρανού, μέσα σε πορτοκαλιές και μενεξελί αποχρώσεις... Πίσω μου, χιλιόμετρα μακριά η ρόδινη βουνοκορφή...
Η μορφή απ’ το ύψος των ορέων, βαδίζει πλέον στον πορτοκαλόχρωμο κάμπο της δύσης... Πότε κατέβηκα από το ύψος της ζωής μου; Πότε έφτασα στον δρόμο που φέρνει στο λυκόφως; Πότε κιόλας άφησα πίσω μου το τρυφερό λυκαυγές;
Ήμουν ανάλαφρη σαν πούπουλο χιονιού, γελαστή σαν στραφταλιστή ηλιαχτίδα, ορμητική σαν χαρούμενο, ασυγκράτητο ποτάμι...
Τώρα βαδίζω αργά φορτωμένη την ασήκωτη βαλίτσα των εμπειριών μου. Όμορφα γελαστά πρόσωπα, ελπίδες σαν ανθισμένες μανόλιες, ασημένιες φωνές παιδιών ομορφαίνουν τις αποσκευές μου...
Κι εγώ φοβάμαι που κάποια στιγμή θα διαβώ το μυστηριακό σημείο της μετάβασης και θ’ αφήσω τα πάντα πίσω μου... Μια μορφή που οδεύει στο μοναχικό μονοπάτι της αστροφεγγιάς...
Θέλω να πάρω μαζί μου τα κρυστάλλινα καμπανάκια των γέλιων των παιδιών μου, τα λούτρινα χάδια της τρυφερής μου τριχόμπαλας, τα μαγικά χειροκροτήματα από τις προσπάθειες και τους αγώνες με τους μαθητές μου...
Κάποιος με πρόλαβε και προείπε τον καημό μου. Στο τραγούδι του έγραψε «Γερνάω μαμά...». Θα το ψιθυρίσω κι εγώ γιατί το νιώθω βαθειά και ανελέητα να σφυροκοπάει μέσα μου: «Γερνάω μαμά... Φοβάμαι μαμά... Δακρύζω μαμά...». Θεέ μου... Πόσο τυχερή είμαι που σε έχω ακόμα, μαμά... Μόνον που εσύ προχωράς πιο μπροστά από μένα στο ηλιόγερμα... Στάσου μαμά... Είναι τόσα αυτά που δεν έχουμε πει... Μένει όμως το αποτύπωμά τους σφραγισμένο στα σωθικά σου και στα σωθικά μου... Μη με αφήνεις μαμά... Ο δρόμος είναι ακόμα φωτεινός... Το αδερφικό χέρι τρεμουλιάζει στην παλάμη μου...
Ένας ζωγραφικός πίνακας η ζωή... Όνειρο άπιαστο η «κροκόπεπλος αυγή». Ο Όμηρος δείχνει μια λίμνη στη στροφή, μυστηριώδη, αχερουσία... Κλείνω τα μάτια... Την οσμίζομαι... Ακόμα είναι μακριά μου... Μόνο που την σκέφτομαι τελευταία όλο και πιο πολύ αυτήν την λίμνη... Τώρα ξέρω, γνωρίζω...
Το ΑΥΡΙΟ δεν είναι τόσο μακρινό... Τώρα συνειδητοποιώ ότι πήρα τον δρόμο που δεν έχει επιστροφή... Κι αυτό έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά. Η αρχή του κρύβεται πονηρά, επιδέξια μέσα στην ανεμελιά των χαρούμενων νιάτων...
Άλλοτε, έβαζα μεταξύ του μοιραίου δρόμου κι εμένα, ένα αόριστο «Κ ά π ο τ ε», ένα «Α ύ ρ ι ο», χωρίς όρια, τρομερά απόμακρο, έτη φωτός απόμακρο, τυλιγμένο σε ομίχλη, αφάνταστα ακαθόριστο... Τώρα κολυμπάω μέσα σ’ αυτό το «Α ύ ρ ι ο» μη καταλαβαίνοντας πότε βούτηξα στα δυσανάγνωστα νερά του...
Ο χρόνος στροβιλίζεται γύρω μου σ’ έναν περίεργο χορό μέσα στο ημίφως. Με παίρνει από το χέρι σ’ ένα ταγκό γλυκόπικρο, πλανευτικό. Το βιολί χαϊδεύει τ’ αυτιά μου, με καθησυχάζει και συνάμα ο Χρόνος με στροβιλίζει... Με αγκαλιάζει παρηγορητικά... Κρύβει το πρόσωπό μου στο σακάκι του μέσα... Ακουμπάω στο στέρνο του. Με αφήνει να στροβιλιστώ μόνη μου. Στέκεται όμως εμπρός μου... Δεν μου επιτρέπει να χορέψω προς τα πίσω... Μου δείχνει χαμογελώντας συμπονετικά αλλά σταθερά το μπροστινό μονοπάτι... Έρχεται δίπλα μου και όλο χορεύουμε προς την κυανή του ορίζοντα γραμμή...
Το δοξάρι με καθοδηγεί... Γεμίζει η μουσική του με χίλιες εικόνες το μυαλό μου... Χριστουγεννιάτικα ολόφωτα, λαμπερά δέντρα... Ροζ μωρουδιακά, ήχος από σχολικό κουδούνι, φωνούλες μωρών, μυρωδιές από ίντετσι, από γιασεμιά, έγνοιες, φιλιά θαλασσινά και μια πένα που γράφει σ’ ένα τετράδιο φορτωμένο σκέψεις, συναισθήματα, φόβους, αμφιβολίες, χαρές, θλίψη, ευλογία, χαμόγελα... Ένα τετράδιο με φτερά που πετά τριγύρω μου και που η πένα γράφει τις σελίδες του ασταμάτητα μέσα στα αραχνοΰφαντα, χρυσαφένια σύννεφα.
Και ο χρόνος εξακολουθεί να με χορεύει ασταμάτητα, πάνω στο χρυσοχάλκινο βαμμένο μονοπάτι...
Πώς να κρατήσω ακίνητο τον Χρόνο; Πώς να ξεφύγω από το αγκάλιασμά του; Πώς να ξαναβάλω φτερά στα πόδια; Πώς να συμβιβαστώ με τα όσα δεν προλαβαίνω να υφάνω;
Βρίσκομαι σε στιβαρά, υπομονετικά αλλά και αποφασιστικά χέρια... Διακρίνω και μία κάποια αποστασιοποίηση... Είναι η γνώση του αναπόφευκτου, του μοιραίου κι αυτό ο χρόνος το ξέρει καλά... Κι εγώ θέλω να ξανακρύψω το κεφάλι μου μέσα στο σακάκι σου Χρόνε...
Νά ’σαι καλός, ευγενικός μαζί μου... Τρυφερός... Μέσα μου – δες – είμαι πάντα νέα... Μην κοιτάς τα βαμμένα μαλλιά μου... Τι ωραίος ο χορός σου... Με τυλίγει το ημίφως... Εδώ ήθελες να έρθω... Άσε το βιολί να παίζει...
Μαγεμένο δοξάρι συνόδευσέ με απαλά στα χρόνια που έρχονται λευκά, άγνωστα, μυστηριώδη, αινιγματικά...
Ακούω την μουσική σου... Με συντροφεύει... Μόνον μην την σταματάς... Μην σταματάς...
(Εμφανίσεις filonas.gr: 308)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου