Τέτοιες μέρες άγιες, ο νους ξεστρατίζει συχνά πυκνά προς τα μονοπάτια της παιδικής μας ηλικίας. Αυτό ίσως δικαιολογεί την αφόρητη νοσταλγία που με πιάνει Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά… Αναθυμάμαι όσα έζησα και νιώθω ευγνωμοσύνη γιατί γέμισαν με ατίμητους θησαυρούς την ψυχή μου…Όλα βέβαια δένουν μαγικά αφού πρωταρχικό ρόλο για ονειρεμένες αναμνήσεις, παίζει η μονιασμένη οικογένεια. Είχαμε λοιπόν κι εμείς στη δική μας οικογένεια όλα τα απαραίτητα συστατικά για να «δέσει» το όνειρο των Χριστουγέννων. Ο μάγος με την μπαγκέτα ήταν σε μας, ο πατέρας. Η μητέρα ακολουθούσε πιστά, το όνειρο όμως έβγαινε από τα πατρικά χέρια. Η μαμά παραμονές Χριστουγέννων, έφτιαχνε μέσα στην μεγάλη πήλινη πορτοκαλιά «απλάδα» τα μελομακάρονα. Όταν τα έβαζε στο ταψί, έπαιρνε ένα πιρούνι και τα ζουλούσε ελαφρώς μέχρι να αποκτήσουν παράλληλες γραμμούλες για διακόσμηση. Το εξωτερικό ασβέστωμα της αυλής το είχε επιμεληθεί μέρες πριν.
Το βράδυ μαζί με την αδελφή μου, παρακολουθούσαμε το μέλωμα των μελομακάρονων που γινόντουσαν πάντα με αλισίβα. Τελευταία λεπτομέρεια, η άφθονη καρυδόψιχα που έριχνε επάνω τους η μαμά. Το σπίτι μας μοσχοβολούσε μέλι, κανέλα και γαρίφαλο. Το δέντρο το έφερνε ο μπαμπάς. Στην αρχή ήταν ένα φουντωτό θηλυκό κυπαρίσσι, τα τελευταία όμως χρόνια, πήραμε ένα όμορφο ψεύτικο δεντράκι. Ο στολισμός του ήταν γιορτή. Μετά τα φωτάκια και τα στολίδια, κόβαμε κατά μήκος σε λουρίδες ένα πακέτο μπαμπάκι και μετά τις ξέναμε προσεχτικά και στολίζαμε μ’ αυτές το δέντρο μας σαν πολυέλαιο. Όταν τελειώναμε είχαμε φτιάξει ένα έργο τέχνης αληθινό! Στο κάτω μέρος βάζαμε βιβλία τα οποία καλύπταμε κι αυτά με μπαμπάκι. Έμοιαζαν με χιονισμένα βουνά και στη λευκή πεδιάδα στήναμε τη φάντη μας με φιγούρες πλαστικές της Γέννησης που βρίσκαμε τότε μέσα στη σκόνη πλυσίματος «Ρολ»!..
Τα κάλαντα τότε Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά μας τα έλεγαν μεγάλοι. Θυμάμαι ένα βράδυ που ήμασταν στην κουζίνα και φτιάχναμε την εκπληκτική μας βασιλόπιτα, κερκυραϊκή συνταγή, ήρθε στο κατώφλι μας ολόκληρη κουστωδία μουσικάντηδων ηλικίας από 16 έως και 35 χρονών. Ο ένας έπαιζε μαντολίνο, ο άλλος ακορντεόν, ο τρίτος φυσαρμόνικα και ο τέταρτο κιθάρα. Ήταν όνειρο! Αργότερα έψαξα και βρήκα τα κάλαντα των ημερών με τη χορωδία του Φώτη Αλαίπωρου. Μέχρι σήμερα βάζουμε το μικρό δισκάκι των 44 στροφών στο παλιό μου πικ – απ και η εφτανησιώτικη μελωδία πλημμυρίζει ξανά τις καρδιές μας...
Ο μπαμπάς το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έμπαινε στο στούντιο και ηχογραφούσε μια κασέτα για μας. Ερχόταν φορτωμένος με δώρα, γιατί σε μας ο άγιος Βασίλης ερχόταν πάντα όταν άλλαζε ο χρόνος. Έπρεπε αν κοιμόμαστε, για να μας ξυπνήσει! Όταν μεγαλώσαμε κάπως, ακούγαμε απ’ την κουζίνα το χρατς – χρουτς που κάνει το χαρτί περιτυλίγματος, γιατί ο πατέρας έδινε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια και άλλαζε τη συσκευασία αν δεν του άρεσε. Από ενωρίς είχαμε αφήσει στο κομό ένα δίσκο με ένα ρακοπότηρο γεμάτο τσέρι και ένα πιατέλο με έναν κουραμπιέ κι ένα μελομακάρονο. Ήταν το κέρασμα του Αι- Βασίλη, γιατί όταν θα ερχόταν σπίτι θα ήταν κουρασμένος και έπρεπε κάτι να φάει για να ζεσταθεί…
Δώδεκα η ώρα ακουγόταν η μελωδία από «Γκλιν Γκλόχεν» και η φωνή του πατέρα χαρούμενη, ανυπόμονη:
«Ξυπνάτε υπναρούδες! Να! Να! Ο Άγιος Βασίλης! Φεύγει! Πάλι δεν τον προφτάσατε! Πόπό! Δέστε! Ήπιε όλο το πιοτό του κι έφαγε όλο το μελομακάρονο! Χμ… Άφησε μισό κουραμπιέ! Με τόσα κεράσματα, θα χόρτασε! Κοιτάξτε τι σας έφερε!».
Και κοιτάγαμε… Πάνω στα κρεβάτια μας χαμός! Δώρα, δώρα, δώρα παντού! Απ’ το μαγνητόφωνο ξεχυνόντουσαν οι ευχές που μας είχε γράψει ο μπαμπάς για την Πρωτοχρονιά. Μετά έβαζε στο πικ – απ το «Τζίρα» της Σαρίτας Μοντιέλ και υποδεχόταν τον καινούργιο χρόνο χορεύοντας με τη μαμά ένα όμορφο ταγκό. Στάνταρ δώρα του για την αγαπημένη του συμβία, η κασετίνα με το άρωμα της «ΤΟΣΚΑ» σε πρώτη θέση και ζευγάρια μεταξωτές κάλτσες με τη ραφή στη γάμπα που ήταν τότε τόσο στη μόδα. Η ώρα περνούσε μέσα σε μεθύσι αγάπης και το άλλο πρωί, 1η Ιανουαρίου, ένα αγόρι που είχε και τους δυο γονείς του και θεωρείτο τυχερό, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι λέγοντας ευχές και προσφέροντος από μια «κουτσούνα». Η μαμά του έδινε πάντα γερό χαρτζιλίκι. Ο μπαμπάς έσπαγε στο κατώφλι μας ένα ρόδι για να υπάρχει πνευματική αφθονία και υλική επάρκεια αυτή τη χρονιά κι όλη η μέρα περνούσε με την ευωδία του σπιτικού φαγητού και της οικογενειακής θαλπωρής. Τα έθιμα των Φώτων στην Κεφαλλονιά θα τα πούμε την άλλη εβδομάδα… Τώρα θα σας αφήσω με τα λόγια που τελειώνουν τα κάλαντά μας:
«Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια Πολλά να ζήσει.
Να ζήσει ως τα εκατό και να τα ξεπεράσει,
να ασπρίσουν τα μαλλάκια του να γίνουν σαν μετάξι!»
Με άπειρες ευχές από καρδιάς για υγεία, χαρά και ειρήνη στον κόσμο όλον.
(Εμφανίσεις filonas.gr: 1.540)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου