[Γραμμένο αποκλειστικά μόνο για τη δική μου μαμά, την Κεφαλλονίτισσα Μπουμπουλίνα της ζωής, με την απέραντη ψυχική δύναμη, το ακατάβλητο πείσμα και την ατέρμονη αγάπη και απαντοχή)
Η Σιόρα Μάνα μου
Ένα δεντρί ατίθασο, με πείσμα στον χιονιά,
όσο κι αν αδυνάτισε, ποτέ του δεν λυγίζει…
Στέκει εκεί περήφανο αντίκρυ στον βοριά,
με το λιγνό κορμάκι του, την μοίρα φοβερίζει…
Είναι η μάνα μου αυτή, το πιο γερό δεντρί!
Φουρτούνες την κτυπήσανε, μα κείνη ανδρειεύει!
Όσο κι αν επληγώθηκε κι αν μάτωσε πολύ,
κρατά με πείσμα την ζωή, σαν φοίνικας θεριεύει!
Αν τώρα εμείς οι κόρες της αντέξαμε πολλά,
δεν είναι γιατί είχαμε και τσαγανό και θάρρος…
Είναι γιατί η μάνα μας, μας δίδαξε τρανά
κι έτσι δεν ηττηθήκαμε από κανένα βάρος.
Αντί να την στηρίζουμε, αυτή μας ησυχάζει:
«Έχει – σου λέει – ο Θεός! Και να χαμογελάς!...»
Αυτή που τόσα βάσανα ασπρίσαν τα μαλλιά της,
ολημερίς σε οδηγεί, να μην τα παρατάς…
Γαλανομάτα, ολόξανθη, κοκέττα, πανωραία!
Ερωτευμένη σύζυγος, πιστή, αληθινή,
κατάφερε και άντεξε τις τόσες καταιγίδες
με την κεφαλλονίτικη, ευλογημένη ορμή…
Δισέγγονα απέκτησε κι όλοι την αγαπάμε…
Οι ευλογίες της πολλές, σελίδες λυρικές!!
Κι εμείς παιδάκια νιώθουμε κι ας γίναμε γιαγιάδες,
γιατί κοντά στη μάνα μας, γινόμαστε μικρές…
Να σε φυλάει ο Θεός όμορφη, σιόρα Αλίκη!...
Μύθος πια το γινάτι σου, το πείσμα, η μαγκιά!...
Να σ’ αξιώσει η Παναγιά, τρισέγγονα να ζήσεις
και να μας έχεις όλους μας, σφιχτά στην αγκαλιά…
…………………………………………………………………………………
Με αγάπη που, δεν φτάνει όμως τη δική σου,
η κόρη σου, Πολυάνθη
(698)
Τελειο!
ΑπάντησηΔιαγραφή