Η περίοδος της Αποκριάς ήταν πάντα για την επαρχία Σάμη της Κεφαλλονιάς, μια περίοδος δημιουργικού οργασμού και φαντασίας. Οι σημερινοί 50ρηδες – παιδιά κατά τη δεκαετία του 60 – θυμούνται πάντα την «μασκαράτα» της κωμόπολής τους. Τις δύο πρώτες Κυριακές υπήρχε έντονη αποκριάτικη δραστηριότητα η οποία εκτινασσόταν στα ύψη την τρίτη Κυριακή. Τότε κατέβαιναν από τα γύρω χωριά ολόκληρες κουστωδίες μασκαρεμένων. Οι Σαμικοί έβγαιναν στα μπαλκόνια ή στις αυλές τους και τους καλωσόριζαν.
Η πιο ονομαστή πομπή ήταν του «Γαμπρού και της Νύφης». Μπροστά πήγαιναν οι φίλοι του ζευγαριού και αμέσως μετά ερχόταν ο Γαμπρός καθήμενος …ανάποδα στη ράχη του γαϊδαράκου του, ώστε να βλέπει…την ουρά του! Ακολουθούσε η συνοδεία της νύφης που ήταν πάντα άνδρας ντυμένος νυφούλα και βαμμένος υπέρ του δέοντος. Από πίσω συνόδευε όλο το χωριό που παρουσίαζε αυτό το θέμα. Συχνά δύο πομπές συναντιόντουσαν στην αρχή της Σάμης και κατέβαιναν όλοι μαζί στο λιμάνι.
Η δεύτερη πομπή συνήθως είχε το «Γιατρό» και τους βοηθούς του, οι οποίοι πέταγαν στους περαστικούς πικάντικα πειράγματα. Αρχηγός της πομπής ήτανε ο φοβερός «Αράπης». Ένας ψηλός άντρας με μαύρα ρούχα που θύμιζαν ανατολίτικο σαλβάρι και με μια άγρια μάσκα στο πρόσωπο, η οποία του το έκρυβε ολόκληρο και είχε εντονότατο κόκκινο, άσπρο και μαύρο χρώμα. Μέριμνά του ήταν η «καθαρή» από παρείσακτους και ανίδεους, κατάβαση της πομπής.
Ενωρίς το απόγευμα όλοι είχαν πάρει τη θέση τους στην πλατεία δίπλα στην παραλία. Στο γωνιακό μεγάλο καφενείο, που εκτελούσε και χρέη ζαχαροπλαστείου, έστηνε στο πεζοδρόμιο το «ιατρείο του» ο «Γιατρός». Όποιος περνούσε από κοντά οδηγείτο μπροστά στον «ιατρό» ο οποίος με πολύ λαϊκό και πειραχτικό τρόπο έβγαζε το ακουστικό του και τον ακροαζόνταν πλάτη και στήθος. Όση ώρα δε, κρατούσε η «εξέταση» τον περιέλουζε με μπόλικα σόκιν πειράγματα και αστεία. Το φάρμακο ήταν ένα λουκούμι που έπρεπε να το πληρώσει «ο ασθενής» με κάποιο χρηματικό αντίτιμο. Αν έκανες την αποκοτιά και περνούσες απ’ το κατειλημμένο πεζοδρόμιο, σ’ έπιαναν οι «βοηθοί» και σ’ έσερναν έστω και χωρίς τη θέλησή σου στον περισπούδαστο «Ντοτόρο». Τα μικρά κοριτσάκια φοβόντουσαν και άλλαζαν δρόμο, ενώ οι πιο αλέγροι άνδρες πήγαιναν με πολύ κεφάτη διάθεση.
Οι κυρίες οι οποίες συνήθιζαν να παίρνουν κάθε Κυριακή οικογενειακώς στο καφενείο – ζαχαροπλαστείο την πάστα σεράνο ή τους λουκουμάδες τους, απέφευγαν κατά σύσταση των συζύγων τους να περνούν αυτήν την ημέρα από εκεί, διότι δεν ήτο πρέπον «να τύχουν τοιαύτης ανοήτου μεταχειρίσεως οι καθώς πρέπει κυρίες». Όλοι όμως λοξοκοίταζαν με περιέργεια τα «ιατρικά δρώμενα» και εάν έβλεπαν κάποια γυναίκα να οδηγείται στο «ιατρείο» και να χαχανίζει δυνατά, σιγοψιθύριζαν περί «της απαραδέκτου συμπεριφοράς εκείνης που δεν ήξερε να κρατά τη θέση της και έδινε τόσα δικαιώματα…».
Στο κέντρο της πλατείας έστηναν τα καθίσματά τους οι μουσικάντηδες - όλοι ερασιτέχνες μα θαυμάσιοι οργανοπαίχτες. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι, ψαράδες, μπακάληδες μα με τον πλούτο της εφτανησιώτικης μουσικής κουλτούρας στην καρδιά τους. Κιθάρα μαντολίνο, ακορτεόν, γέμιζαν την ατμόσφαιρα με μελωδίες βαλς, ταγκό, φοξ τροτ και αργότερα τα παραδοσιακά κεφαλλονίτικα όπως: «Πού πας αφέντη μέρμηγκα» και «Βιολέττα μου ανθισμένη». Οι χορευτές, άνθρωποι και αυτοί καθημερινοί, συμπολίτες, μεταμορφώνονταν στο χορό αποδεικνύοντας ότι το εφτανησιώτικο ταπεραμέντο είναι απαράμιλλο…Εκείνοι όμως που κυριολεκτικά απογειωνόντουσαν, ήταν αυτοί που έσερναν τους παραδοσιακούς χορούς… Εκεί να δει κανείς τι ευελιξία! Τι γυρουβουλιές, τι σάλτους, τι τσαλιμάκια, άλλο να τα βλέπει κανείς κι άλλο να τα διηγείται…
Και ανάμεσα σε όλα αυτά τα ωραία, ο φοβερός «Αράπης».. Με το ραβδί να σέρνεται απειλητικά στο έδαφος και να χτυπά όποιο πόδι εξείχε προς τα μέσα, έφερνε γύρα τον κύκλο των χορευτών και αλλοίμονο σ’ αυτόν που τον χαλούσε! Δεν ξέρουμε το πρόστιμο, γιατί μόλις τον έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι έτρεχαν πάλι πίσω στον χώρο τους, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους χορευτές … Αυτό βέβαια γινόταν κυρίως για την «μαρίδα» η οποία ανυπομονούσε να χορέψει και αυτή… Τα πράγματα γίνονταν ελαστικά και επιτρέπετο να μείνουν στον κύκλο του χορού και τα παιδιά, αρκετά αργότερα… Τότε σχηματιζόταν μια μεγάλη ουρά από πιτσιρικαρία και έκαστος επεδείκνυε κορδωτός την στολή που τον είχε ντύσει η μάνα του.
Μέγα γεγονός τα θεατρικά δρώμενα…Από το γειτονικό χωριό τον Καραβόμυλο η άλλως Βλαχάτα, ερχόταν τα πρώτα χρόνια ομάδα νεαρών που παρουσίαζε θεατρικά έργα σε μια αυτοσχέδια θεατρική σκηνή στην πλατεία. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και οι νεαροί που έπαιζαν τους πρωταγωνιστές γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού. Φυσικά την κοπέλα την παρίστανε αγόρι. Ένας νεαρός ψαράς από τα Βλαχάτα άφησε κάποτε εποχή, με το παίξιμό του. Μια άλλη χρονιά μάλιστα κατέβηκε ομάδα θεατρική από άλλα γειτονικά χωριά, Χαλιωτάτα και Πουλάτα. Τότε είχε παρουσιαστεί το βουκολικό δράμα «Η Γκόλφω». Το παίξιμο όλων έκανε εντύπωση, πιότερο όμως το παίξιμο των πρωταγωνιστών που ξεσήκωσε θύελλα χειροκροτημάτων. Κι εδώ η Γκόλφω ήταν άνδρας, γιατί απαγορευόταν τότε γυναίκα «καθώς πρέπει» να συμμετάσχει σε θεατρικά δρώμενα και δη Αποκριάς…
Το βράδυ της πρώτης, δεύτερης ή τρίτης Κυριακής των Απόκρεων, ομάδες καρναβαλιστών περιδιάβαιναν την κωμόπολη και έμπαιναν ακάλεστοι στα σπίτια προκαλώντας θυμηδία. Αξιοσημείωτο είναι ότι τότε οι πόρτες δεν κλείδωναν και συνήθως οι μασκαρεμένοι εμφανίζοντο ξαφνικά μπροστά στους ανθρώπους του σπιτιού οι οποίοι όμως δεν τρόμαζαν…Ξαφνιαζόντουσαν ναι, όχι όμως και να τρομάξουν… Άλλοι καιροί τότε… Οι μασκαρεμένοι επισκέπτες αφού έμπαιναν στο σπίτι, δεν μιλούσαν … Χαιρετούσαν με κούνημα του κεφαλιού και επικοινωνούσαν με παντομίμα «στο παιχνίδι» αν θα βρουν οι ένοικοι του σπιτιού ποιοι είναι άραγε οι απρόσκλητοι επισκέπτες τους… Οι καρναβαλιστές αποκαλύπτοντο μόνον εάν ένοικοι τους αναγνώριζαν…Διαφορετικά έφευγαν βουβοί όπως είχαν έρθει, κεφάτοι όμως και με το κέρασμα που ήταν συνήθως γλυκό ή μεζεδάκι.
Την Κυριακή της Τυρηνής οι κυράδες έφτιαχναν γαλακτομπούρεκο, κρέμες και ρυζόγαλα. Μοσχομύριζαν οι γειτονιές από λεμόνι και κανέλα. Με το τέλος της Αποκριάς όλα έμπαιναν στη θέση τους. Ο Διονυσιακός απόηχος και τα Αριστοφανικά γέλια εξανεμίζονταν για να δώσουν τη σειρά τους στην καθημερινότητα και στην σαραντήμερη νηστεία του Πάσχα. Οι ζηλευτοί χορευτές του φοξ τροτ και του «Μέρμηγκα», οι πρωταγωνιστές των θεατρικών ερώτων, γινόντουσαν πάλι οι άντρες των καϊκιών, του οπωροπωλείου, έστω και αν για κάποιες λίγες ημέρες ακόμη, τους συνόδευε ο απόηχος των ξεχωριστών τους καλλιτεχνικών χαρισμάτων.
Σιγά - σιγά όλα έσβηναν στην πεζότητα της ρουτίνας για να ξαναζωντανέψουν πάλι σε ένα χρόνο με όλη την καρναβαλίστικη πολυχρωμία τους…
(Εμφανίσεις filonas.gr: 1.345)
Μπραβο Πολυανθη μου,μου εφερες στο νου τα ομορφα χρονια της νιοτης κ της ανεμελιας τοτε που ολοι ειμαστε κοντα ο ενας στον αλλον κ οι γειτονιες βουιζαν απο τα τρεχαλητα κ τα γελια των παιδιων.Σε θυμαμαι με τις πανεμορφες κοτσιδες σου.Να εισαι παντα καλα.
ΑπάντησηΔιαγραφή